φαίνομαι,
ρ. [<αρχ. φαίνομαι], φαίνομαι. 1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: «τον
τελευταίο καιρό δε φαίνεται ο τάδε απ’ το στέκι μας || γιατί δε φαίνεσαι απ’ το
μπαράκι;». 2. αποκαλύπτομαι, προδίνομαι: «απ’ αυτά που λες, φάνηκες μονάχος
πως είσαι ο αίτιος του καβγά || δεν ήθελε να φανεί πως ήταν συγκινημένος».
(Λαϊκό τραγούδι: αυτοί που φεύγουν, σφίγγουν τα χείλια, πνίγουν τα δάκρυα να
μη φανούν). 3. αποδεικνύομαι: «ο φίλος σου φάνηκε πολύ
γενναιόδωρος || φάνηκε μεγάλος απατεώνας ο τάδε». 4. φαίνεται, (απρόσ.)
εικάζεται: «με την αναδουλειά που υπάρχει, φαίνεται πως πολύς κόσμος θα σφίξει
κι άλλο το ζωνάρι του». 5. σε ερωτηματικό τύπο φαίνεται;
(ειρωνικά) γίνεται εύκολα αντιληπτό; κατανοητό(;): «με τέτοια αυτοκινητάρα που
αγόρασες, θα πρέπει να ’χεις πολλά λεφτά. -Φαίνεται; || με κοροϊδεύεις, επειδή
έπεσα μέσα στις λάσπες; -Φαίνεται;». (Ακολουθούν 51 φρ.)·
-
απ’ ό,τι φαίνεται, κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, πολύ πιθανό,
πιθανότατα: «απ’ ό,τι φαίνεται, δε θα ’ρθει || απ’ ό,τι φαίνεται, θα βρέξει»·
-
απ’ τα μάτια του φαίνεται, βλ. λ. μάτι·
-
απ’ τα μούτρα του φαίνεται, βλ. λ. μούτρο·
-
από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα, βλ. λ. σύκο·
-
από μικρός φαινότανε πως κάνει την κυρία, βλ. λ. κυρία·
-
από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
-
από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, βλ. λ. πούτσα·
-
άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
-
αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. βουνό·
-
δε φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα, βλ. λ. ορίζοντας·
-
δε φαίνεται ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
-
δε φαίνεται ψυχή ζώσα, βλ. λ. ψυχή·
-
είσαι και φαίνεσαι! επιστροφή κακού χαρακτηρισμού με επιθετική διάθεση
σε αυτόν που μας τον απέδωσε. Συνήθως μετά τη φρ. αναφέρεται και ο κακός
χαρακτηρισμός που μας έχει αποδοθεί: «είσαι μαλάκας. -Είσαι και φαίνεσαι
μαλάκας!». Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναφορά του κακού χαρακτηρισμού,
συνεχίζεται επαναλαμβανόμενος: «είσαι μαλάκας. -Είσαι και φαίνεσαι μαλάκας, που
θα πεις εμένα μαλάκα || είσαι κλέφτης. -Είσαι και φαίνεσαι κλέφτης, που θα πεις
εμένα κλέφτη»·
-
είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι, βλ. λ. μύτη·
-
έτσι μου φαίνεται, αυτή την εντύπωση έχω: «αν δεν έρθει στο ραντεβού,
πάει να πει πως δεν έχει να μας δώσει τα λεφτά. -Έτσι μου φαίνεται»·
-
έτσι μου φαίνεται να…, μου δημιουργείται η διάθεση να…: «επειδή με
ειρωνεύεται, έτσι μου φαίνεται να πάω να τον σπάσω στο ξύλο»·
-
έτσι σου φαίνεται! νομίζεις πως έτσι είναι τα πράγματα, ενώ στην
πραγματικότητα δεν είναι, απατάσαι: «με λίγα χρήματα μπορώ να ξεκινήσω την
καλύτερη δουλειά. -Έτσι σου φαίνεται!»·
-
έτσι σου φάνηκε, σχημάτισες λάθος εντύπωση: «έχω την εντύπωση πως το
πρωί είδα τον αδερφό σου. -Έτσι σου φάνηκε, γιατί ο αδερφός μου λείπει στην
επαρχία». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται αρνητικό μπα·
- έτσι φαίνεται, έτσι δείχνουν τα πράγματα, είναι πολύ πιθανό: «αφού
πέρασε η ώρα, να δεις που δε θα ’ρθει. -Έτσι φαίνεται || έχω την εντύπωση πως ο
καιρός το πάει για χιόνι. -Έτσι φαίνεται»·
-
η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
-
θα φανεί, θα αποδειχτεί στην πορεία, στην εξέλιξη: «στη δίκη θα φανεί αν
είναι ένοχος ή αθώος || έχω την εντύπωση πως ο καιρός το πάει για βροχή. -Θα
φανεί»·
-
θα φανεί στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
-
θα φανεί το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, βλ. λ. μέρα·
-
καθώς φαίνεται, βλ. φρ. απ’ ό,τι φαίνεται·
-
μου φαίνεται, έχω την εντύπωση, νομίζω: «αφού δεν ήρθε μέχρι αυτή την
ώρα, μου φαίνεται πως δε θα ’ρθει || με κοροϊδεύεις ή μου φαίνεται; || μου φαίνεται
πως ακούω κάποιον να μας φωνάζει». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται, μου
φαίνεται, μα δε μου καλοφαίνεται)·
-
μου φαίνεται βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
-
μου φαίνεται βουνό, βλ. λ. βουνό·
-
μου φαίνεται σαν όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
-
μου φαίνεται σαν σε όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
-
μου φαίνεται σαν ψέμα ή μου φαίνεται σαν ψέματα ή σαν ψέμα μου
φαίνεται ή σαν ψέματα μου φαίνεται, βλ. λ. ψέμα
-
μου φάνηκε ο παπάς βόιδι, βλ. λ. παπάς·
-
μου φάνηκε ολόκληρος αιώνας ή μου φάνηκε σωστός αιώνας, βλ. λ. αιώνας·
-
ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται, βλ. λ. καραβοκύρης·
-
ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, βλ. λ. καπετάνιος·
-
ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, βλ. λ. φίλος·
-
ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ.φρόνιμος·
-
όπως φαίνεται, βλ. φρ. απ’ ό,τι φαίνεται·
-
ό,τι του φανεί του Στεφανή, βλ. λ. ό,τι·
-
πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
πώς σου φαίνεται; ποια είναι η γνώμη σου; η εντύπωσή σου; είναι καλό(ς)
ή κακό(ς); αξίζει ή δεν αξίζει; μου ταιριάζει ή δε μου ταιριάζει(;): «πώς σου
φαίνεται αυτός ο άνθρωπος; || πώς σου φαίνεται αυτό τ’ αυτοκίνητο; || πώς σου
φαίνεται αυτό το κουστούμι;»·
-
του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
-
φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
-
φαίνεται στα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
-
φαίνομαι εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
-
φάνηκε άντρας, βλ. λ. άντρας·
-
φάνηκε ο αληθινός του εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
-
φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
-
φάνηκε το αληθινό του πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
-
φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
-
χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. λ. χωριό.