φαγώνομαι, ρ. [μέσ. τύπος του ρ. φαγώνω]. 1. επιμένω, επιδιώκω κάτι μετά μανίας: «φαγώθηκε να βάλει το γιο του στην τράπεζα, ώσπου στο τέλος τα κατάφερε || είναι καιρός τώρα που φαγώνεται ν’ αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο». 2. έχω φαγωμάρες με κάποιον ή με κάποιους: «αυτά τ’ αδέρφια απ’ το πρωί που θα ξυπνήσουν μέχρι το βράδυ που θα κοιμηθούν, φαγώνονται συνέχεια» 3. απομακρύνομαι με αθέμιτα ιδίως μέσα από τη θέση στην οποία εργάζομαι: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση φαγώθηκαν ένα σωρό δημόσιοι υπάλληλοι». 4. σκοτώνομαι βίαια, δολοφονούμαι: «στη συμπλοκή που επακολούθησε έξω απ’ την τράπεζα, φαγώθηκαν δυο ληστές κι ένας αστυνομικός || οι δυο συμμορίες έχουν ξεκαθάρισμα λογαριασμών και μέχρι τώρα φαγώθηκαν ένα σωρό άνθρωποι»· βλ. και λ. τρώγομαι, τρώγω·
- φαγώνονται σαν κοκόρια ή φαγώνονται σαν τα κοκόρια, βλ. λ. κοκόρι·
- φαγώνονται σαν προγόνια ή φαγώνονται σαν τα προγόνια, βλ. λ. προγόνι·
- φαγώνονται σαν σκυλιά ή φαγώνονται σαν τα σκυλιά, βλ. λ. σκυλί·
- φαγώνονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος.