αστυνομία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀστυνομία <ἀστυνόμος], η αστυνομία. 1. ως επιφών. αστυνομία!
λέγεται με ειρωνική διάθεση για να τρομάξουμε κάποιον που δεν ενεργεί νόμιμα. 2α.
στον πλ. οι αστυνομίες, λέγεται πολλές φορές αντί του αστυνομία:
«πρόσεξε, γιατί θα ’χουμε τραβήγματα με τις αστυνομίες». β. (απειλητικά)
θα δημιουργηθεί τέτοια κατάσταση από μάλωμα ή φασαρία, που θα πρέπει να επέμβει
η αστυνομία: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα ’χουμε τραβήγματα με τις
αστυνομίες»·
- είναι
γνωστός στην αστυνομία, είναι σεσημασμένος κακοποιός: «στο κόλπο δε θα
συμπεριλάβουμε τον τάδε, γιατί είναι γνωστός στην αστυνομία»·
- και
με την άδεια της αστυνομίας, βλ. λ. άδεια·
- τον
κυνηγά η αστυνομία, έχει
κάνει κάποιου είδους παρανομία ή δεν είναι εντάξει σε κάποια του δοσοληψία με
το κράτος: «τον κατηγορούν πως πήρε μέρος στην τάδε ληστεία τραπέζης, και τον
κυνηγά η αστυνομία || έσπασε την τζαμαρία ενός καταστήματος, και τον κυνηγά η
αστυνομία || του έβγαλε η εφορία προσωποκράτηση για οφειλές του προς το Ι.Κ.Α.,
και τον κυνηγά η αστυνομία».