αστροπελέκι,
το, ουσ.
[<μσν. ἀστραποπελέκι <ἀστραπή + πελέκι], το αστροπελέκι. 1.
(ειρωνικά) ο ηλίθιος, ο βλάκας: «έλα δω, ρε αστροπελέκι, που αλλού σε στέλνω κι
αλλού πας!». 2. δυνατό κι απρόσμενο χτύπημα στο κεφάλι: «μου ’ρθε μια
πέτρα στο κεφάλι σαν αστροπελέκι». 3α. στον πληθ. τα αστροπελέκια,
οι καρπαζιές, οι σφαλιάρες, οι φάπες: «μόλις πέταξε την πρώτη κοτσάνα, άρχισαν
να πέφτουν τ’ αστροπελέκια». β. τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες, οι συμφορές,
οι αντιξοότητες της ζωής: «είναι απορίας άξιον πώς, ύστερα από τόσα
αστροπελέκια που δέχτηκε, μπορεί και ζει ακόμα!». Συνών. κεραυνός (2) /
μπόρα (4)·
- με
χτυπούν αστροπελέκια, αντιμετωπίζω αντίξοες, δύσκολες καταστάσεις: «αν σε
χτυπούσαν τ’ αστροπελέκια που έχουν χτυπήσει εμένα, τότε θα καταλάβαινες πόσο
δύσκολη είναι η ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: της ζωής τ’ αστροπελέκια δίχως
λύπη με χτυπούν·μα εγώ δεν το λυπάμαι το χαμένο μου κορμί, μοναχά
μια μάνα κλαίω που την πίκρανα πολύ). Στον τύπο με χτυπούν κάτι
αστροπελέκια επιτείνει την έννοια και πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μα
τι αστροπελέκια! Συνών. με χτυπούν κεραυνοί / με χτυπούν μπόρες·
- τ’
αστροπελέκια της ζωής, οι αντιξοότητες, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει
κανείς στη ζωή του: «τον γονάτισαν τ’ αστροπελέκια της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: της
ζωής τ’ αστροπελέκια δίχως λύπη με χτυπούν, μα εγώ δεν το λυπάμαι το
χαμένο μου κορμί, μοναχά μια μάνα κλαίω που την πίκρανα πολύ)·
- τρώω
αστροπελέκια, βλ. φρ. με χτυπούν αστροπελέκια.