αστροναύτης,
ο, ουσ.
[<άστρο + ναύτης], ο αστροναύτης·
- θα
γίνω αστροναύτης, ειρωνική υπόσχεση σε κάποιον που υποστηρίζει πως μπορεί
να πραγματοποιήσει κάτι, το οποίο όμως είμαστε απόλυτα σίγουροι πως είναι
εντελώς δύσκολο για τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του: «αν θα μπορέσεις να
κάνεις εσύ αυτό που λες, θα γίνω αστροναύτης», δηλ. όσο μπορώ να γίνω εγώ
αστροναύτης, άλλο τόσο και εσύ μπορείς να πραγματοποιήσεις αυτό που λες. Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται τονισμένο το εγώ, με το δείκτη να χτυπάει δυο
τρεις φορές πάνω στο στέρνο.