άστρο,
το, ουσ.
[<αρχ. ἄστρον], το άστρο. 1. το αστέρι: «το βράδυ ο ουρανός είναι
γεμάτος άστρα». 2. διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών του στρατού, το
αστέρι: «όπου να ’ναι θα πάρει και τρίτο άστρο και θα γίνει συνταγματάρχης».
Υποκορ. αστράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- ανέτειλε
το άστρο του, ξεκίνησε λαμπρή σταδιοδρομία: «το άστρο του ανέτειλε στις
αρχές της δεκαετίας του ενενήντα και μέχρι τις αρχές του δύο χιλιάδες είχε
γίνει μεγάλος και τρανός»·
- βασίλεψε
το άστρο του, βλ. φρ. έσβησε το άστρο του·
- γυρεύω
τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- δεν
έσμιξαν τ’ άστρα τους, (για ζευγάρια) δεν μπόρεσαν να συνταιριάξουν, είχαν
διαφορετικούς χαρακτήρες ή ενδιαφέροντα γι’ αυτό και δεν αποφάσισαν να κάνουν
δεσμό: «ήταν κι οι δυο τους καλά παιδιά και πήρα την απόφαση να γνωρίσω τον
έναν με τον άλλον αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί δεν έσμιξαν τ’ άστρα τους». Συνών.
δεν τα βρήκαν (α)·
- διαβάζει
τ’ άστρα, έχει την ικανότητα, τη γνώση να μαντεύει το μέλλον από τη θέση
των άστρων στον ουρανό: «κάθε φορά που πρόκειται να ξεκινήσει μια καινούρια
δουλειά, πηγαίνει στον τάδε αστρολόγο, γιατί διαβάζει τ’ άστρα μ’ επιτυχία»·
- έδυσε
τ’ άστρο του, βλ. φρ. έσβησε τ’ άστρο του·
- είδα
άστρα, βλ. συνηθέστ. είδα αστράκια, λ. αστράκι·
- είδα
τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- έσβησε
τ’ άστρο του, α. έχασε την αίγλη του, τη δόξα του: «κάποτε
κυριαρχούσε στην πολιτική κονίστρα, αλλά βγήκαν νέοι πολιτικοί με νέες ιδέες
και προγράμματα κι έσβησε τ’ άστρο του». β. πέθανε: «έσβησε τ’ άστρο του
μια χειμωνιάτικη νύχτα»·
- ζητώ
τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- θέλω
τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- κατεβάζω
τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- κουβεντιάζει
με τ’ άστρα, βλ. φρ. μιλάει με τ’ άστρα·
- λάμπει
τ’ άστρο του, βλ. φρ. μεσουρανεί τ’ άστρο του·
- μ’
ανέβασε στ’ άστρα, με έκανε ευτυχισμένο: «μόλις μου είπε το ναι, μ’ ανέβασε
στ’ άστρα». (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ, αυτή η
αγάπη στ’ άστρα μ’ ανεβάζει )·
- μεσουρανεί
τ’ άστρο του, βρίσκεται στο απόγειο της αίγλης του, της δόξας του: «δεν
μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει την αρχηγία του στο κόμμα, γιατί μεσουρανεί τ’
άστρο του || τον καιρό που μεσουρανούσε τ’ άστρο του ήταν παντοδύναμος»·
- μιλάει
με τ’ άστρα, βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, αεροβατεί: «μην του έχεις και
πολύ εμπιστοσύνη, γιατί μιλάει με τ’ άστρα ο άνθρωπος!»· βλ. και φρ. διαβάζει
τ’ άστρα·
- μου
ζητάει να κατεβάσω τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- πιστεύει
στ’ άστρα, πιστεύει πως τα άστρα επηρεάζουν την τύχη, το πεπρωμένο του:
«κάθε τόσο συμβουλεύεται διάφορους αστρολόγους, γιατί πιστεύει στ’ άστρα»·
- πιστεύει
στ’ άστρο του, πιστεύει πως γενικά όλα στη ζωή του θα γίνουν όπως τα
επιδιώκει, πιστεύει πως έχει καλή τύχη, καλό πεπρωμένο: «είναι σίγουρος πως μια
μέρα θα γίνει μεγάλος και τρανός, γιατί πιστεύει στ’ άστρο του»·
- σαν
τ’ άστρα τ’ ουρανού, πολύ μεγάλο, αμέτρητο πλήθος, πολύ μεγάλη, αμέτρητη
ποσότητα: «έχει πολλούς φιλάθλους αυτή η ομάδα; -Σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού ||
έχει πολλά λεφτά αυτός ο άνθρωπος; -Σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού». Πρβλ. όσα
είναι όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού, τόσους πόνους έχω μέσα στην καρδιά μου, κι όπως
τρέχουν τα νερά του ποταμού, έτσι τρέχουν και τα μαύρα δάκρυά μου (Λαϊκό
τραγούδι)·
- τ’
άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα και γκρεμίζουν κάστρα, βλ. λ. άσπρα·
- τάζω
τ’ άστρα τ’ ουρανού, βλ. λ. ουρανός·
- τάζω
τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- το
άστρο της αυγής, ο αυγερινός: «μόλις άρχισε να φωτίζει η μέρα, ξεχωρίσαμε
στον ουρανό το άστρο της αυγής»·
- το
άστρο της ημέρας, ο ήλιος: «μόλις φώτισε το άστρο της ημέρας, ξεκίνησαν για
τη δουλειά»·
- το
άστρο της νύχτας, η σελήνη: «τον Γενάρη το άστρο της νύχτας φωτίζει πολύ
έντονα τη γη»·
- το
άστρο της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας: «καθώς ταξιδεύαμε τη νύχτα,
είχαμε για πυξίδα το άστρο της τραμουντάνας»·
- τρεμοσβήνει
τ’ άστρο του, βρίσκεται στο τέλος της αίγλης, της δόξας του: «κάποτε ήταν
μεγάλος και τρανός, αλλά τώρα τρεμοσβήνει τ’ άστρο του».