υφάδι κ.
φάδι, το, ουσ. [<μτγν. ὑφάδιον, υποκορ. του ουσ. ὑφή], το υφάδι·
-
τα φέρνω ίσια υφάδι, ίσια στημόνι, κατασπαταλώ την περιουσία μου: «απ’
τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του κι ανέλαβε αυτός το εργοστάσιο, μέσα σε λίγο
καιρό τα ’φερε ίσια υφάδι, ίσια στημόνι».