υποψία, η, ουσ.
[<αρχ. ὑποψία], η υποψία· πολύ μικρή ποσότητα: «μέσ’ στο νες καφέ, ρίξε και
μια υποψία γάλα»·
-
διασκεδάζω τις υποψίες του, προσπαθώ με διάφορες ενέργειες ή με διάφορα
λόγια να τις διαλύσω, να τις διασκορπίσω: «μου εκμυστηρεύτηκε πως έχει την
εντύπωση ότι η γυναίκα του έχει γκόμενο, κι εγώ με διάφορα κόλπα, προσπάθησα να
διασκεδάσω τις υποψίες του»·
-
είναι υπεράνω πάσης υποψίας, έχει τέτοια αξία, τέτοιο κύρος ή κατέχει
τόσο υψηλή θέση, ώστε κανείς δεν μπορεί να τον υποψιάζεται για κάτι κακό που
έγινε: «ο διευθυντής μας είναι υπεράνω πάσης υποψίας για την κλοπή που έγινε
χτες βράδυ στο εργοστάσιο»·
-
το ’χω υπό την υποψία μου, με διάθεση αστεϊσμού αντί της φρ. το ’χω
υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
-
τον βλέπω με υποψία, τον υποψιάζομαι για κάτι κακό, δεν του έχω
εμπιστοσύνη: «επειδή ήταν καινούριος στη γειτονιά, για ένα διάστημα οι άνθρωποι
τον έβλεπαν με υποψία»·
-
υποψία ανθρώπου, άνθρωπος πολύ κοντός και πολύ αδύνατος, σχεδόν νάνος
και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «πού να σε
δω μέσα σε τόσο κόσμο, ρε παιδάκι μου, έτσι υποψία ανθρώπου που είσαι! || δεν
τον υπολογίζει κανείς, γιατί δεν είναι άνθρωπος, αλλά υποψία ανθρώπου». Συνών. υπόλοιπο
ανθρώπου.