υπόψη,
επίρρ. [<φρ. υπ’ όψιν], υπόψη. 1. να μην ξεχάσεις, να μην ξεχάσετε:
«υπόψη πως αύριο κυκλοφορούν τα ζυγά || υπόψη πως δεν πρέπει ν’ αργήσουμε». 2.
ως ουσ. τα υπόψη, αυτά με τα οποία πρέπει κανείς να ασχοληθεί.
(Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
βάζω στα υπόψη ή βάζω στα υπόψη μου, βλ. φρ. κρατώ στα υπόψη·
- δεν έχω υπόψη μου (κάποιον ή κάτι), δεν ξέρω, δε γνωρίζω κάποιον ή
κάτι: «δεν έχω υπόψη μου αυτόν τον άνθρωπο || δεν έχω υπόψη μου αυτή την
υπόθεση»·
-
είναι στα υπόψη ή είναι στα υπόψη μου, είναι μέσα στις προθέσεις
μου, στις μελλοντικές ενέργειές μου, στις μελλοντικές προτεραιότητές μου: «όλα
αυτά που μου λες να κάνω, είναι στα υπόψη μου»·
-
έχε το υπόψη σου ή έχε υπόψη σου, να το θυμάσαι, μην τον
ξεχάσεις: «έχε υπόψη σου πως το βράδυ θα συναντηθούμε όλοι στο μπαράκι». (Λαϊκό
τραγούδι: και έχε το υπόψη σου,μανούρι και κανέλα, να μου
ξηγιέσαι τίμια, μην κάνω καμιά τρέλα)·
-
έχω στα υπόψη ή έχω στα υπόψη μου, σκέφτομαι, σχεδιάζω, προγραμματίζω
πράγματα που θέλω ή που πρέπει να κάνω στο άμεσο μέλλον: «εδώ και καιρό έχω στα
υπόψη ένα ταξίδι με τη γυναίκα μου, γιατί τον τελευταίο καιρό την έχω
παραμελήσει || έχω στα υπόψη μου ν’ αγοράσω ένα διαμέρισμα, γιατί, όπου να ’ναι,
παντρεύεται η κόρη μου»· βλ. φρ. είναι στα υπόψη·
-
έχω υπόψη μου, α. σκοπεύω, σκέφτομαι, σχεδιάζω: «έχω υπόψη μου ν’
αγοράσω ένα αυτοκίνητο || έχω υπόψη μου να περάσω αύριο απ’ το γραφείο σου». β.
έχω στο νου μου, δεν ξεχνώ κάτι, με απασχολεί κάτι: «όση ώρα εσύ μου μιλάς, εγώ
έχω υπόψη μου την επιταγή που πρέπει να καλύψω αύριο». γ. έχω στο νου
μου κάποιο πρόσωπο, γεγονός ή πράγμα, που θα το χρησιμοποιήσω την κατάλληλη
στιγμή, για να ωφεληθώ, ή στην περίπτωση που θα υπάρξει κάποια ανάγκη: «στην
περίπτωση που δεχτούν την πρότασή μας, έχω υπόψη μου ένα κόλπο, για να τα
κονομήσουμε || αν με στριμώξουν κι αρχίσουν να μ’ εκβιάζουν για το χρέος μου,
τότε έχω υπόψη μου ένα άτομο που θα μπορέσει να με ξελασπώσει || αν προσπαθήσει
να μας εκβιάσει, έχω υπόψη μου μια βρομοδουλειά του, που, προκειμένου να μην την
αποκαλύψω, θα μας αφήσει ήσυχους»· βλ. και φρ. το ’χω υπόψη μου·
-
θα το ’χω υπόψη μου, θα το θυμάμαι, δε θα το ξεχάσω: «μη στενοχωριέσαι,
θα το ’χω υπόψη μου πως πρέπει να συναντηθούμε το βράδυ»·
-
θα ’χω υπόψη μου, θα εκτιμήσω κάτι τη στιγμή που πρέπει, την κατάλληλη
στιγμή: «όταν φτάσει ο καιρός των προαγωγών, θα ’χω υπόψη μου τη διαγωγή όλων
σας»·
-
κρατώ στα υπόψη ή κρατώ στα υπόψη μου, σημειώνω στο μυαλό μου ή
σε σημειωματάριο κάτι που δε θέλω να ξεχάσω, γιατί πρέπει να το πραγματοποιήσω
σε σύντομο χρονικό διάστημα: «κρατώ στα υπόψη μου ένα σωρό πράγματα και να
δούμε πότε θ’ αξιωθώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτά!»·
-
παίρνω υπόψη ή παίρνω υπόψη μου, αποδίδω μεγάλη σημασία σε κάτι,
το λογαριάζω: «πριν κάνει οτιδήποτε, παίρνει πάντα υπόψη του τη γνώμη του φίλου
του»·
-
στα υπόψη, βλ. φρ. είναι στα υπόψη·
- το ’χω στα υπόψη ή το ’χω στα υπόψη μου, βλ.
φρ. είναι στα υπόψη·
-
το ’χω υπόψη μου, το θυμάμαι, δεν το ξεχνώ: «το ’χω υπόψη μου πως το
βράδυ θα συναντηθούμε όλοι στο μπαράκι»·
-
τον έχω υπόψη μου, τον ξέρω, τον γνωρίζω: «τον έχω υπόψη μου αυτόν τον
άνθρωπο, γιατί κάποτε συχνάζαμε στο ίδιο μπαράκι»·
-
υπόψη του τάδε, να λάβει γνώση, να ενημερωθεί ο τάδε: «αφού θέλεις να
ενημερωθεί αυτός ο άνθρωπος, γράψε έξω απ’ το φάκελο υπόψη του τάδε».