υποχρέωση, η, ουσ. [<υποχρεω- (υποχρεώνω) + κατάλ. -ση], η
υποχρέωση. 1. το ηθικό χρέος: «έχω υποχρέωση να βοηθήσω αυτόν τον
άνθρωπο, γιατί κι αυτός πάντοτε με βοηθούσε στις δύσκολες στιγμές». 2.
το χρηματικό, το οικονομικό χρέος: «έχω ακόμα μια υποχρέωση στο τέλος του μηνός
κι ύστερα δε χρωστώ σε κανέναν». 3. στον πλ. οι υποχρεώσεις, το
σύνολο των χρεών, ιδίως μιας επιχείρησης: «τον άλλο μήνα έχω πολλές υποχρεώσεις
και δεν ξέρω, αν θα μπορέσω ν’ ανταποκριθώ». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
από υποχρέωση, λέγεται για κάτι που γίνεται χωρίς μεγάλη ευχαρίστηση:
«δεν είχα και καμιά σπουδαία όρεξη, αλλά τον βοήθησα από υποχρέωση, γιατί είναι
γνωστός του αδερφού μου»·
-
βγάζω την υποχρέωση, ανταποδίδω σε κάποιον κάτι καλό, κάποια εξυπηρέτηση
ή εκδούλευση που μου είχε κάνει στο παρελθόν: «πολύ χάρηκα που μπόρεσα να
βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο και βγήκα απ’ την υποχρέωση που του είχα!»·
-
βγαίνω απ’ την υποχρέωση, απαλλάσσομαι από το να κάνω κάτι: «πολλοί λόγω
σπουδών βγαίνουν απ’ την υποχρέωση να παρουσιαστούν στην ώρα τους να
υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία»·
-
δεν έχει υποχρεώσεις, (ιδίως για άντρες) είναι ελεύθερος από
οικογενειακά βάρη, δεν έχει δηλ. να θρέψει οικογένεια, να παντρέψει αδερφή, να
σπουδάσει αδερφό, να φροντίσει άρρωστους γονείς ή να τους γηροκομήσει: «ό,τι
βγάζει απ’ τη δουλειά του τα τρώει, γιατί δεν έχει υποχρεώσεις»·
-
έχω (την) υποχρέωση, οφείλω να ανταποδώσω σε κάποιον κάτι καλό, κάποια
εξυπηρέτηση ή την εκδούλευση που μου είχε κάνει στο παρελθόν: «έχω την
υποχρέωση να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, κάθε φορά που βρισκόμουν σε
δύσκολη θέση, με βοηθούσε»·
-
έχω υποχρεώσεις, έχω έξοδα, χρέη: «δεν μπορώ να σου δώσω το ποσό που μου
ζητάς, γιατί έχω υποχρεώσεις που πρέπει να τακτοποιήσω»·
-
μπαίνω σε υποχρέωση, βοηθούμαι ή εξυπηρετούμαι από κάποιον και νιώθω πως
πρέπει να του ανταποδώσω, υποχρεώνομαι: «με βοήθησε τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος,
όταν χρειάστηκε, που μπήκα σε υποχρέωση»·
-
μπαίνω σε υποχρεώσεις, μπαίνω σε έξοδα, σε χρέη: «τον άλλο μήνα παντρεύω
την κόρη μου κι είναι σίγουρο πως θα μπω σε πολλές υποχρεώσεις»·
-
νιώθω (την) υποχρέωση, βλ. φρ. έχω (την) υποχρέωση·
- πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, ανταποκρίνομαι στα έξοδα, στα
χρέη μου: «μέχρι τώρα πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει
στο μέλλον»·
- υποχρέωσή μου! έκφραση ευγενείας με την οποία δείχνουμε τη μεγάλη
μας διάθεση, προθυμία, να εξυπηρετήσουμε κάποιον σε κάτι που μας ζητάει και που
είναι μέσα στα καθήκοντά μας: «θα μπορούσες να με βοηθήσεις ν’ ανεβάσω τις
αποσκευές στο δωμάτιό μου; -Υποχρέωσή μου!».