αστράφτω, ρ. [<αρχ. ἀστράπτω],
αστράφτω. 1. λαμποκοπώ: «αστράφτει από χαρά || αστράφτει από
καθαριότητα». 2. (για λεία και στιλπνή επιφάνεια) αντανακλώ τις φωτεινές
ακτίνες: «η θάλασσα ήταν ήρεμη σαν λάδι κι άστραφτε κάτω απ’ το δυνατό
καλοκαιριάτικο ήλιο». (Λαϊκό τραγούδι: το ’να πόδι του στον ήλιο τ’ άλλο
πόδι στο φεγγάρι. Το δικό μου παλικάρι. Κάμα δίκοπη π’ αστράφτει η ματιά
του και μ’ ανάφτει. Χίλιοι δεν τον κάνουν ζάφτι. Πώς τον αγαπώ!). 3. (για
συναισθήματα) δηλώνει έντονη εκδήλωση: «τα μάτια του άστραψαν απ’ τη χαρά που
ένιωσε || όλο του το πρόσωπο άστραφτε απ’ τον ενθουσιασμό που τον κατείχε». 4.
αστράφτει,(γ΄ εν. πρόσ.) ρίχνει αστραπές: «σήμερα αστράφτει απ’
το πρωί». (Αντάρτικο τραγούδι: βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα).
(Ακολουθούν 13 φρ.)·
- αν
δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει, έκφραση με την οποία
υπογραμμίζουμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο αίτιο και στο αποτέλεσμα: «πήγε
και πήδηξε μια άγνωστη χωρίς καπότα και κόλλησε έιτζ. -Αν δεν αστράψει, δε
βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει»·
- αστράφτει
και βροντά, α. είναι εξαγριωμένος και συμπεριφέρεται με λόγια ή με
έργα πολύ σκληρά, πολύ βάναυσα: «απ’ το πρωί αστράφτει και βροντά, γιατί έπιασε
τους εργάτες του να κωλοβαράνε». (Λαϊκό τραγούδι: εις την απελπισία μου με
το Θεό μαλώνω, ’κείνος αστράφτει και βροντά μα ’γω δε μετανιώνω). β.
(για αγορητές) μιλάει έντονα, με πάθος και με ύφος επιθετικό: «όταν ανεβαίνει στο
βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, αστράφτει και βροντά»·
- άστραψε
το μάτι του, βλ. λ. μάτι·
- μου
(σου, του) άστραψε να…, ξαφνικά μου γεννήθηκε η επιθυμία να…: «εκεί που
καθόμασταν ήσυχα στο μπαράκι, μου άστραψε να πάω στα μπουζούκια κι έφυγα βολίδα
|| μπορείς να μου πεις γιατί ξαφνικά σου άστραψε να φύγεις;»·
- μου
άστραψε στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του
άστραψα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του
άστραψα ένα μπάτσο ή του άστραψα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσος·
- του
άστραψα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του
άστραψα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του
άστραψα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του
άστραψα μια ανάποδη, βλ. λ. ανάποδος·
- του
άστραψα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του
άστραψα μια φάπα, βλ. λ. φάπα.