υπομονή, η, ουσ. [<αρχ. ὑπομονή], η υπομονή. (Ακολουθούν 16
φρ.)·
-
γαϊδουρινή υπομονή, η πολύ μεγάλη υπομονή: «όσο και να τον βρίζεις δεν
αντιδρά, γιατί έχει γαϊδουρινή υπομονή»·
-
είναι τέρας υπομονής, βλ. λ. τέρας·
-
είναι της υπομονής (κάποιος ή κάτι), α. (για πρόσωπα) υπομένει
πάρα πολύ: «όσο και να τον βρίσεις δε λέει τίποτα, γιατί είναι της υπομονής ||
του αναθέτω πάντα την πιο βαριά δουλειά, γιατί είναι της υπομονής». β. (για
υποθέσεις ή πράγματα) χρειάζεται μεγάλη υπομονή, γιατί απαιτείται πολύς χρόνος
για την ολοκλήρωσή του: «και οι δυο πλευρές είναι αμετακίνητες στις θέσεις, γι’
αυτό προβλέπεται ότι οι συνομιλίες θα είναι της υπομονής || το λεξικό που
κρατάτε στα χέρια σας ήταν ένα βιβλίο της υπομονής, γιατί η συγγραφή του κράτησε
κοντά σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια»·
-
έσπασε η υπομονή μου, απηύδησα: «έσπασε η υπομονή μου μ’ αυτή την
γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω άλλο πλέον έσπασ’ η υπομονή,
κουρασμένο το κορμί μου μέχρι πότε θα πονεί)·
-
έχει ιώβεια υπομονή, έχει πολύ μεγάλη υπομονή: «περνάει πολύ δύσκολα στη
ζωή του και οι αναποδιές έρχονται η μια πίσω απ’ την άλλη, αλλά αντέχει, γιατί
έχει ιώβεια υπομονή». Αναφορά στην Π. Διαθήκη και στη δοκιμασία του Ιώβ από το
Θεό·
-
έχει υπομονή γαϊδάρου, έχει πολύ μεγάλη υπομονή, μπορεί να υπομένει
πολλά: «ακούει χίλια δυο να λέγονται σε βάρος του, αλλά έχει υπομονή γαϊδάρου
και δε λέει τίποτα»·
-
έχει υπομονή καμήλας, βλ. φρ. έχει υπομονή γαϊδάρου·
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, βλ. λ. μυρμήγκι·
- κάνει υπομονή γαϊδάρου, κάνει πολύ μεγάλη υπομονή,
υπομένει πολλά: «μέχρι τώρα κάνει υπομονή γαϊδάρου, αλλά, όταν ξεσπάσει, θα μας
πάρει όλους και θα μας σηκώσει!»·
- κάνει υπομονή καμήλας, βλ. φρ. κάνει υπομονή γαϊδάρου·
- κάνω υπομονή, υπομένω: «λέει ένα σωρό βλακείες, αλλά κάνω υπομονή,
για να μη μαλώσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν κάνω πια υπομονή,τώρα
σου δίνω το πανί, πάρε το μπογαλάκι σου, τράβα στο τσαντιράκι σου)·
-
με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
-
στα χρόνια της υπομονής, βλ. λ. χρόνος·
-
υπομονή κάνουν και τα λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, ειρωνική απάντηση
ή απάντηση δυσφορίας σε κάποιον που για κάποια ατυχία, αποτυχία ή δυσκολία μας
συνιστά να κάνουμε υπομονή·
-
φτάνω στα όρια της υπομονής μου, βλ. λ. όριο·
-
χάνω την υπομονή μου, παύω να διατηρώ την ηρεμία μου, την ψυχραιμία μου:
«ότι είμαι πολύ υπομονητικός άνθρωπος, είναι γνωστό τοις πάσι, αν φτάσω όμως
στο σημείο να χάσω την υπομονή μου, το καλό που σου θέλω, πάψε να μιλάς»·
-
χαρά στην υπομονή του! βλ. λ. χαρά.