υπόδημα, το, ουσ. [<αρχ. ὑπόδημα], το υπόδημα·
-
τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά
μου υποδήματα ή τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα
έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα τελευταία
των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των υποδημάτων
μου, βλ. συνηθέστ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα
έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα στα παλιά
μου υποδήματα ή τα γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω
γραμμένα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω στα τελευταία των
υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα τελευταία των υποδημάτων μου (ενν.
τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. συνηθέστ. τα γράφω στα παλιά μου τα
παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τον έχω γραμμένο στα παλιά
μου υποδήματα ή τον γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τον έχω
γραμμένο στα παλιά των υποδημάτων μου ή τον γράφω στα τελευταία των
υποδημάτων μου ή τον έχω γραμμένο στα τελευταία των υποδημάτων μου,
βλ. συνηθέστ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο
στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι.