υπογράφω, ρ.
[<αρχ. ὑπογράφω], υπογράφω. 1. αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι: «απ’
όσους έχω γνωρίσει στη ζωή μου, μόνο για έναν άνθρωπο υπογράφω». 2.
(ειρωνικά) χέζω: «πάω μια στιγμή να υπογράψω κι έρχομαι»·
-
θα σε κάνω να υπογράψεις τη διαθήκη σου, βλ. λ. διαθήκη·
-
θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου, βλ. λ. καταδίκη·
-
στο λέω και στο υπογράφω, σου το διαβεβαιώνω, σου το εγγυώμαι: «αυτός ο
άνθρωπος είναι πέραν πάσης υποψίας· κι αυτό στο λέω και στο υπογράφω»·
-
στο υπογράφω, σου το εγγυώμαι: «αυτό τ’ αυτοκίνητο στο υπογράφω || αφού
στο υπογράφω πως έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα, γιατί δε με πιστεύεις!».
(Λαϊκό τραγούδι: στο υπογράφω μονομιάς, είσαι ο κύριος ζημιάς)·
-
υπογράφω εν λευκώ, βλ. λ. λευκός·
-
υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
-
υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
-
υπογράφω τη διαθήκη μου, βλ. λ. διαθήκη·
-
υπογράφω την καταδίκη μου ή υπογράφω τη θανατική καταδίκη μου ή υπογράφω
τη θανατική μου καταδίκη, βλ. λ. καταδίκη.