υπογραφή, η, ουσ. [<αρχ. ὑπογραφή], η υπογραφή. 1. τα
εμφανή ίχνη, τα εμφανή σημάδια, τα δαχτυλικά αποτυπώματα που αφήνει κανείς,
ιδίως ο κλέφτης, στο πέρασμά του από ένα χώρο ή ο τρόπος με τον οποίο
πραγματοποιεί την κλεψιά: «μόλις γίνει κάποια κλεψιά μέσ’ στη γειτονιά,
πηγαίνουν και μπαγλαρώνουν αμέσως τον τάδε, γιατί ξέρουν καλά την υπογραφή του».
2. (ειρωνικά) το χέσιμο: «εγώ πάω για υπογραφή». Από την εικόνα του
ανθρώπινου περιττώματος, που, όταν πέφτει τελειωτικά από τον πρωκτό, έχει πολλές
φορές μια λεπτή περιστροφική κατάληξη, όπως και η κατάληξη των περισσότερων
υπογραφών που βάζουν οι άνθρωποι. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
-
αφήνω την υπογραφή μου, α. αφήνω στο πέρασμά μου εμφανή ίχνη,
σημάδια, δαχτυλικά αποτυπώματα ή τον τρόπο με τον οποίο εκτελώ κάτι: «τον
έπιασαν με το πρώτο, γιατί πάνω στη βιασύνη του να κλέψει όσα πιο πολλά
μπορούσε, άφησε παντού την υπογραφή του»·
-
άφησε να πέσει η υπογραφή του, δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί σε κάτι που
είχε υπογράψει, ιδίως για οφειλή του, για χρέος του, κι έτσι έχασε τη
φερεγγυότητά του: «είναι μέσ’ στη στενοχώρια του, γιατί δεν μπόρεσε να βρει
λεφτά να καλύψει την επιταγή του, κι έτσι άφησε να πέσει η υπογραφή του»·
-
βάζω την υπογραφή μου, α. αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι,
υπογράφω: «δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό δε βάζω την
υπογραφή μου, να τον πάρεις στη δουλειά σου || γι’ αυτόν τον άνθρωπο, μάλιστα,
βάζω την υπογραφή να τον πάρεις στη δουλειά σου || μόλις ο δικηγόρος μου
διάβασε το συμφωνητικό, έβαλα την υπογραφή μου, γιατί συμφωνούσα απόλυτα με
τους όρους του». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα, αγόρι μου, κοντά μου, να σε πνίξω
στα φιλιά και υπογραφή σου βάζω, δε θα ξαναφύγω πια!). β.
επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως ξεπαρθενεύω κοπέλα: «όταν ήταν στα νιάτα
του, έβαλε την υπογραφή του σ’ ένα σωρό κοριτσάκια»·
-
βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω,
εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο βάζω την
υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια»·
-
βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. βάζω την
υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
-
δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του, είναι τελείως αγράμματος: «δεν
ξέρει να βάλει την υπογραφή του και ονειρεύεται να γίνει διευθυντής!». Πολλές
φορές, μετά το δεύτερο ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το ούτε·
- (δεν) παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή (δεν) παίρνω την υπογραφή
μου πίσω, (δεν) αθετώ μια συμφωνία που υπέγραψα με κάποιον: «όταν υπογράφω
κάποια συμφωνία, δεν παίρνω πίσω την υπογραφή μου || θα βρω τρόπο να πάρω πίσω
την υπογραφή μου, γιατί έμπλεξα με απατεώνα»·
-
δίνω την υπογραφή μου, βλ. συνηθέστ. βάζω την υπογραφή μου·
- δίνω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. βάζω την
υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. συνηθέστ. βάζω την
υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
- έπεσαν οι υπογραφές, υπογράφηκε, ιδίως κάποιο
συμβόλαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη: «μόλις έπεσαν οι υπογραφές, ακούστηκαν
χειροκροτήματα και μερικοί άνοιξαν σαμπάνιες»·
-
έπεσε η υπογραφή του, βλ. φρ. άφησε να πέσει η υπογραφή του·
-
κάθομαι (πάνω) στην υπογραφή μου, βλ. συνηθέστ. τιμώ την υπογραφή μου·
-
καλύτερα να πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
-
μαζεύει υπογραφές, είναι ετοιμοθάνατος: «πήγε σ’ όλους τους γιατρούς του
κόσμου να γίνει καλά, αλλά μαζεύει υπογραφές ο φουκαράς». Από την εικόνα των
ενοίκων μιας πολυκατοικίας, που, όταν θέλουν να διώξουν κάποιον ανεπιθύμητο
ένοικο, συγκεντρώνουν τις υπογραφές όλων των άλλων ενοίκων·
- με υπογραφή, (για προϊόντα) είναι γνήσιο, ακριβό, έχει και το
σήμα κατατεθέν της εταιρείας που το παράγει: «ήταν ακριβό το κλιματιστικό που αγόρασα,
γιατί ήταν με υπογραφή»·
-
με υπογραφή και βούλα, α. νομότυπα: «ταλαιπωρήθηκα ένα διάσημα,
αλλά στο τέλος πήρα με υπογραφή και βούλα την άδεια για το χτίσιμο του
σπιτιού». Ως βούλα χαρακτηρίζεται η σφραγίδα της δημόσιας υπηρεσίας που
χορήγησε την άδεια. β. (για προϊόντα) είναι γνήσιο, ακριβό: «είναι
γνήσια Φίλιπς η τηλεόραση που αγόρασες; -Με υπογραφή και βούλα». Ως βούλα
χαρακτηρίζεται το σήμα κατατεθέν της βιομηχανίας·
-
ρίχνω την υπογραφή μου, α. υπογράφω: «αφού πρώτα διάβασα το
συμφωνητικό και δεν είχα καμιά ένσταση, έριξα την υπογραφή μου». β. δεν
κατορθώνω να ανταποκριθώ σε κάτι που έχω υπογράψει, ιδίως για οφειλή μου, για
χρέος μου, κι έτσι χάνω τη φερεγγυότητά μου: «πάω να τρελαθώ απ’ τη στενοχώρια
μου, γιατί δεν μπόρεσα να βρω τα λεφτά να καλύψω την επιταγή μου, κι έτσι έριξα
την υπογραφή μου»·
-
την υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις που τα βάζεις, συμβουλευτική
έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον, ιδίως νέο, με την έννοια να προσέχει, όταν
πρόκειται να υπογράψει κάτι, γιατί ενδέχεται αργότερα να έχει προβλήματα, ή να
προσέχει τη γυναίκα με την οποία πηγαίνει, για το φόβο των αφροδισίων νοσημάτων·
-
τιμώ την υπογραφή μου, είμαι συνεπής, τηρώ το συμβόλαιο που έχω
υπογράψει: «απ’ τη στιγμή που υπογράψαμε αυτό το συμφωνητικό, να έχεις ήσυχο το
κεφάλι σου, γιατί τιμώ την υπογραφή μου». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το εγώ·
-
του παίρνω την υπογραφή του, του αποσπώ την υπογραφή του, ιδίως έντεχνα,
παραπλανητικά, με δόλιο τρόπο: «τον έπιασα στην κουβέντα για τ’ αθλητικά και
πάνω στην πάρλα του πήρα την υπογραφή του χωρίς να το καταλάβει».