υπόγειος, -α, -ο, επίθ. [<μτγν. ὑπόγειος <αρχ. ὑπόγαιος], υπόγειος.
1. που γίνεται κρυφά, ύπουλα: «υπόγειες συνεννοήσεις || υπόγειες
διαδικασίες». 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπόγειος, ο υπόγειος
σιδηρόδρομος, ο σιδηρόδρομος που κινείται κάτω από τη γη: «μετά τον υπόγειο των
Αθηνών σειρά έχει ο υπόγειος της Θεσσαλονίκης». Επίρρ. υπόγεια κ. υπογείως·
- κινείται υπογείως, δρα, ενεργεί κρυφά, ύπουλα:
«πρόσεχε πολύ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κινείται υπογείως και μπορεί να την
πάθεις άσχημα χωρίς να το καταλάβεις».