υπερβολή, η, ουσ. [<αρχ. ὑπερβολή <ὑπερβάλλω], η υπερβολή·
-
χωρίς υπερβολή, χωρίς να θέλω να υπερβάλω, χωρίς να θέλω να μεγαλοποιήσω
αυτό που λέω: «αυτός ο άνθρωπος, χωρίς υπερβολή, είναι ο πιο μορφωμένος
άνθρωπος μέσα στην πόλη μας». Πολλές φορές, μετά το χωρίς ακούγεται το καθόλου.