υδράργυρος, ο, ουσ. [<μτγν. ὑδράργυρος], ο υδράργυρος·
-
ανεβαίνει ο υδράργυρος, α. ανεβαίνει η θερμοκρασία: «κάθε χρόνο το
μήνα Ιούλιο ανεβαίνει πολύ ο υδράργυρος». β. παρατηρείται αύξηση της
έντασης: «μετά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για σφιχτή εισοδηματική πολιτική
άρχισε ν’ ανεβαίνει ο υδράργυρος των απεργιακών κινητοποιήσεων των
εργαζομένων». γ. η κατάσταση αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη, εκρηκτική:
«μόλις αντιλήφθηκα πως άρχισε ν’ ανεβαίνει ο υδράργυρος ανάμεσα στις δυο παρέες
κι ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια, έφυγα για να μην έχω μπλεξίματα». Συνών.
ανεβαίνει το θερμόμετρο·
-
κατεβαίνει ο υδράργυρος, βλ. φρ. πέφτει ο υδράργυρος. Συνών. κατεβαίνει
το θερμόμετρο·
- ο υδράργυρος σκαρφάλωσε στα ύψη, βλ. φρ. ο υδράργυρος χτύπησε
κόκκινο·
- ο υδράργυρος χτύπησε κόκκινο, η θερμοκρασία ανέβηκε σε υψηλό
βαθμό, έγινε ανυπόφορη: «φέτος το καλοκαίρι ο υδράργυρος χτύπησε κόκκινο και
πολύς κόσμος υπέφερε απ’ τη ζέστη». Συνών. το θερμόμετρο χτύπησε κόκκινο·
- πέφτει ο υδράργυρος, α. πέφτει η θερμοκρασία: «το
χειμώνα, οπωσδήποτε πέφτει ο υδράργυρος || με τα πρώτα μελτέμια του Αυγούστου
άρχισε να πέφτει ο υδράργυρος». β. παρατηρείται μείωση της έντασης:
«κάθε φορά που η κυβέρνηση κάνει δεκτά τα αιτήματα των εργαζομένων, πέφτει ο
υδράργυρος των απεργιακών κινητοποιήσεων». γ. η εκρηκτική κατάσταση
αρχίζει να εκτονώνεται: «μόλις επενέβησαν οι πιο ψύχραιμοι, άρχισε να πέφτει ο
υδράργυρος και σε λίγο οι δυο παρέες ξανακάθισαν στα τραπέζια τους». Συνών. πέφτει
το θερμόμετρο.