τυχερός, -η, -ο, επίθ. [<μσν. τυχερός <αρχ. τυχηρός]. 1.
που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, καλό γραφτό, που όλα στη ζωή του εξελίσσονται
ευνοϊκά: «από μικρός είναι πολύ τυχερός άνθρωπος κι όλα του έρχονται δεξιά». 2.
που φέρνει τύχη, γούρι, που είναι γούρικος: «είναι πολύ τυχερός άνθρωπος, γιατί,
απ’ τη μέρα που κάνω παρέα μαζί του, όλα μου ’ρχονται δεξιά || όταν παίζω
χαρτιά, τον παίρνω πάντα μαζί μου, γιατί είναι τυχερός άνθρωπος και κερδίζω». 3α.
το ουδ. ως ουσ. το τυχερό,η τύχη, η μοίρα, το γραφτό, το ριζικό:
«όταν έχει κανείς καλό τυχερό στη ζωή του, δεν πρέπει να φοβάται τίποτα». β.
αυτό που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ή να υπολογίσουμε, γιατί είναι προϊόν της
τύχης: «ο γάμος είναι τυχερό || αν και διάβασε, δεν πέτυχε στο πανεπιστήμιο,
γιατί έτσι ήταν το τυχερό». γ. το αντικείμενο που βρίσκει κάποιος και
που θεωρεί πως μπορεί να του φέρει τύχη: «βρήκα έναν χρυσό στιλό και πάντα
υπογράφω μ’ αυτόν, γιατί το ’χω για τυχερό μου». 4. το ουδ. στον πλ. ως
ουσ. τα τυχερά,τα απρόβλεπτα κέρδη, τα πουρμπουάρ, που παίρνει
κάποιος εργαζόμενος, ιδίως το γκαρσόνι, ή τα χρήματα που δίνουν καλοπροαίρετα
οι πιστοί στους ιερείς για την τέλεση κάποιου μυστηρίου: «έχει ένα μισθό από τη
δουλειά του, αλλά έχει και πολλά τυχερά || είναι παπάς στα νεκροταφεία και
βγάζει ένα σωρό τυχερά απ’ τα τρισάγια που κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο
γιατρός κάνει νερά, γιατί δεν έχει τυχερά, ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο
Τζακ σε αδιέξοδο). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
βγήκε το τυχερό της ή της βγήκε το τυχερό, (ιδίως για γυναίκα)
δέχτηκε πρόταση γάμου: «μόλις τέλειωσε το πανεπιστήμιο, βγήκε το τυχερό της και
παντρεύτηκε || αν και είχε μεγαλύτερη αδερφή λεύτερη, μια και της βγήκε το
τυχερό της, οι γονείς της αποφάσισαν να την παντρέψουν»· βλ. και φρ. μου
’πεσε ένα τυχερό·
-
δεν ήταν το τυχερό ή δεν ήταν τυχερό, δεν το θέλησε η τύχη, η
μοίρα, δεν ήταν γραφτό να συμβεί σε κάποιον κάτι καλό ή κάτι που ποθούσε πολύ
να του συμβεί: «λαχταρούσε να γίνει γιατρός, αλλά δεν ήταν τυχερό, γιατί
χρεοκόπησε ο πατέρας του κι έτσι αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του».
(Λαϊκό τραγούδι: μα πώς μπορεί ο πόνος μου να μην είναι μεγάλος, αφού εγώ σ’
αγάπησα, σε χαίρετ’ ένας άλλος. Εγώ σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ, όμως δεν ήτανε
το τυχερό). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια στο τέλος
της φρ. ακολουθεί το βλέπεις·
-
ήταν το τυχερό του να…ή ήταν τυχερό του να…ή ήταν τυχερό να…, το
θέλησε η τύχη, το θέλησε η μοίρα, το γραφτό του να…: «ήταν το τυχερό του να
πεθάνει νέος || ήταν τυχερό του να παντρευτεί καλή γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: δε
φταις εσύ ούτε κι εγώ, ήταν το τυχερό μας να βρίσκουμε εμπόδια στο δρόμο
το δικό μας)·
-
καλό τυχερό! ευχή σε νέο ή νέα να βρει καλό σύζυγο·
-
μου ’πεσε ένα τυχερό, (και για τα δυο φύλα) δημιούργησα ανέλπιστα,
τυχαία, ερωτικό δεσμό: «προχτές στο πάρτι της ξαδέρφης μου, μου ’πεσε ένα
τυχερό, που ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω!»· βλ. και φρ. βγήκε το τυχερό της·
-
όλα είναι τυχερά, τα πάντα είναι θέμα τύχης, όλα εξαρτώνται από την
τύχη: «όλα είναι τυχερά μέσα στη ζωή μας». (Λαϊκό τραγούδι: μπορεί να
στεναχωρηθώ που σ’ έχω συνηθίσει, μα σου το λέω καθαρά πως είναι όλα τυχερά μέσα
σ’ αυτή τη ζήση)·
-
όλοι οι πούστηδες είναι τυχεροί, βλ. λ. πούστης·
-
στάθηκα τυχερός, διαπιστώθηκε πως υπήρξα τυχερός, ευνοήθηκα από την τύχη:
«πέντε άτομα κυνηγούσαν αυτή τη δουλειά, αλλά στάθηκα τυχερός γιατί την πήρα
εγώ»·
-
τα τυχερά της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά.
-
τα τυχερά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
-
τελευταίος και τυχερός, βλ. λ. τελευταίος·
-
τυχερά παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι.