τυφλοπόντικας, ο, ουσ. [<μτγν. τυφλοπόντικας <τυφλός +
ποντικός], ο τυφλοπόντικας. 1. (ειρωνικά) άνθρωπος νυχτόβιος: «ρωτάς αν
μπορεί να μείνει αυτός ο τυφλοπόντικας το βράδυ στο σπίτι του;». 2. (στη
γλώσσα του στρατού) ο τυφλίτης (βλ. λ.)·
- ζει σαν τυφλοπόντικας ή ζει σαν τον τυφλοπόντικα, ζει
σε σκοτεινό υπόγειο χώρο: «απόμεινε μόνος στη ζωή του και ζει σαν τον
τυφλοπόντικα στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας».