τυμπανοκρουσία, η, ουσ. [<τύμπανον + κρούση +
κατάλ. -ία], η τυμπανοκρουσία· συνήθως στον πλ. οι τυμπανοκρουσίες,
έντονη, επίμονη και επιδεικτική προβολή, διαφήμιση ενός γεγονότος: «παρ’ όλες
τις τυμπανοκρουσίες της κυβέρνησης για μείωση της τιμής των υγρών καυσίμων, οι
τιμές παρέμειναν σταθερές»·
-
χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς μεγάλη προβολή και διαφήμιση, χωρίς θόρυβο:
«η κυβέρνηση ανακοίνωσε χωρίς τυμπανοκρουσίες τη μείωση του πληθωρισμού».