τύμπανο, το, ουσ. [<αρχ. τύμπανον], το τύμπανο· βλ. και λ.
τούμπανο·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- ήχησαν τα τύμπανα του πολέμου, άρχισε ο πόλεμος: «αφού οι δυο
χώρες δεν μπόρεσαν να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους, ήχησαν τα τύμπανα του
πολέμου»·
-
μου ’σπασε τα τύμπανα, (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός, με ξεκούφανε,
μου έσπασε τ’ αφτιά: «αυτός που πυροβόλησε στεκόταν δίπλα μου κι ο πυροβολισμός
μου ’σπασε τα τύμπανα».