τσουτσούνι, το, ουσ. [<τσουνί, με αναδίπλωση της α΄ συλλαβής],
βλ. λ. τσουτσού. 1. πράγμα ασήμαντο, ανάξιο λόγου: «εγώ σου ’δωσα κοτζάμ
χρυσό ρολόι κι εσύ θέλεις να μου δώσεις αυτό το τσουτσούνι;». 2. ασπόνδυλος
μικροοργανισμός που χρησιμοποιείται από τους ερασιτέχνες ψαράδες ως δόλωμα:
«στο λιμάνι υπάρχουν κάνα δυο καλά μαγαζιά που πουλούν καλό τσουτσούνι». Συνών.
σκουλήκι (4) / ψολιάγκος. 3. στον πλ. εύχρ. ως επιφών. τσουτσούνια!
έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «απέλυσαν τον τάδε απ’ τη
δουλειά. -Τσουτσούνια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από
τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «απέλυσαν τον τάδε απ’
τη δουλειά. -Τσουτσούνια τον απέλυσαν!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας
επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «απέλυσαν τον τάδε απ’ τη
δουλειά. -Τσουτσούνια απέλυσαν τον τάδε απ’ τη δουλειά!». Για συνών. βλ. λ.αρχίδι (4). Υποκορ. τσουτσουνάκι, το·
-
παίζω το τσουτσούνι μου, δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου,
τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός παίζει το τσουτσούνι του»·
- τι λέει το τσουτσούνι σου! (τσουστουνάκι σου!), βλ. συνηθέστ. το λέει το μηλίγγι
σου! λ. μηλίγγι.