τσουτσού, η, ουσ. [ίσως από το τουρκ. cüce (= νάνος)]. 1. το
πέος και ιδίως το μικρό σε μέγεθος: «έχει μια τόση δα τσουτσού και παριστάνει
τον επιβήτορα!». 2α. (ειρωνικά και για τα δύο φύλα) άνθρωπος ανάξιος
λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «σ’ όποια παρέα πηγαίνει να κολλήσει αυτή η
τσουτσού, τη διώχνουν αμέσως». β. απευθύνεται και με υβριστική διάθεση:
«ουστ από δω, μουρή τσουτσού!»·
-
αν είχε η τσουτσού μου νύχι, θα ’ταν δάχτυλο, βλ. φρ. αν είχε η
γιαγιά μου τροχούλια, θα ’ταν πατίνι, λ. γιαγιά·
-
ξεπετιέται σαν (την) τσουτσού (στη μέση) ή πετιέται σαν (την)
τσουτσού (στη μέση), βλ. συνηθέστ. πετιέται σαν (την) ψωλή (στη μέση), λ.
ψωλή·
-
τι λέει η τσουτσού σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
-
τσουτσού φερετζές ή τσουτσούμ φερετζές ή τσουτσούν φερετζές, το
προφυλακτικό. Διακωμώδηση της τουρκικής γλώσσας από μια σειρά λέξεων που
κυριάρχησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960. π.χ.: μπουζ ντουλάπι (= το
ψυγείο), μπανιστήρι ντουλάπι (= η τηλεόραση), καΐκ καβγάς (= η
ναυμαχία), πατ πατ κιοφτές (= η χειροβομβίδα) κ. ά.