αστείος,
-εία, -είο,
επίθ. [<αρχ. ἀστεῖος (= πολιτισμένος) <ἄστυ (= πόλη)], αστείος. 1.
που στερείται σοβαρότητας, που προκαλεί ειρωνικά γέλια, που είναι γελοίος και,
κατ’ επέκταση, που είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «κατάντησες πολύ
αστείος άνθρωπος με τις γελοιότητές σου || έχεις πολύ αστείο ντύσιμο || δεν
ασχολούμαι με αστείες υποθέσεις || αυτά είναι αστεία κέρδη». 2. το ουδ.
ως ουσ. το αστείο, έξυπνος λόγος, έξυπνη ενέργεια ή διήγηση που προκαλεί
γέλιο: «μας είπε ένα πολύ πετυχημένο αστείο και ξεραθήκαμε στα γέλια». Υποκορ. αστειάκι,
το. Επίρρ. αστεία. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
-
αθώο αστείο, που
δεν έχει σκοπό να γελοιοποιήσει κάποιον, που είναι ανυστερόβουλο: «ήταν ένα
αθώο αστείο, γι’ αυτό δεν πρέπει να μου κρατάς κακία»·
- άνοστο
αστείο, που δεν προκαλεί γέλιο, που είναι σαχλό: «μας είπε τόσο άνοστο
αστείο, που ήθελες γαργαλιέρα για να γελάσεις»·
- άσ’
τ’ αστεία, παρακλητική έκφραση σε κάποιον να σοβαρευτεί. Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το έλα·
- αστεία
δικαιολογία, που δεν είναι σοβαρή, που δε γίνεται πιστευτή: «πες μου κάτι
σοβαρό για το λόγο που άργησες, γιατί αυτό που μου λες είναι αστεία
δικαιολογία»·
- αστεία
δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αστεία
λες; βλ. συνηθέστ. αστειεύεσαι; λ. αστειεύομαι·
- αστεία
πράγματα! ή αστείο πράγμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αστείο
ποσό, βλ. λ. ποσό·
- γι’
αστεία ή γι’ αστείο, βλ. φρ. στ’ αστεία. (Λαϊκό τραγούδι: τσαντίστηκε
ο Μαστραπάς κι έγινε πάλι σαματάς μες στης χήρας την ταβέρνα, με το
κέρνα-ξανακέρνα, γιατί είπανε γι’ αστείο της μικρής: έλα στο θείο!)·
- δε
σηκώνω αστεία, δε δέχομαι αστεϊσμούς, είτε γιατί είμαι σοβαρός είτε γιατί
είμαι ιδιότροπος ή δύστροπος: «θέλω να ’σαι σοβαρός απέναντί μου, γιατί δε
σηκώνω αστεία»·
- δεν
είναι αστείο πράγμα να..., βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν
είναι ώρα γι’ αστεία, βλ. λ. ώρα·
- δεν
κάνω αστεία, α. μιλώ, ενεργώ σοβαρά, δεν αστειεύομαι, σοβαρολογώ:
«πρόσεξέ με καλά, γιατί δεν κάνω αστεία». (Λαϊκό τραγούδι: ψηλά τα χέρια,
φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία). β. είμαι
ιδιότροπος, δύστροπος: «θέλω να τον πάρεις πολύ στα σοβαρά, γιατί δεν κάνει
αστεία»·
- δεν
παίρνω από αστεία, βλ. λ. δε σηκώνω αστεία·
- δεν
το λέω αστεία, μιλώ σοβαρά, σοβαρολογώ: «πρόσεξε καλά αυτό που θα σου πω,
γιατί δεν το λέω αστεία»·
- έξυπνο
αστείο, που προκαλεί το γέλιο: «μας είπε ένα έξυπνο αστείο και γελάσαμε με
την καρδιά μας»·
- κάνω
αστεία, συμπεριφέρομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσω το γέλιο στην
ομήγυρη: «ευτυχώς που έχουμε στην παρέα μας τον τάδε και γελάμε κάθε τόσο με τ’
αστεία που μας κάνει». (Τραγούδι: του φέρνω δώρα, δεν τα φορά, του κάνω
αστεία,δε μου γελά)·
-
κρύο αστείο, που
είναι ανόητο, σαχλό, που δεν προκαλεί το γέλιο: «μας είπε ένα κρύο αστείο και
περίμενε να γελάσουμε κι από πάνω!»·
- λέει
αστεία, λέγεται ειρωνικά για άτομο που μας ζητάει απίθανα ή παράλογα
πράγματα. Συνήθως της φρ. προτάσσεται διπλό ή τριπλό χα και είναι πολλές
φορές που η φρ. κλείνει με το ο άνθρωπος, οπότε έχουμε χα χα, λέει
αστεία ο άνθρωπος·
- λέω
αστεία, λέω ανέκδοτα που προκαλούν το γέλιο: «ξέρει και λέει έξυπνα αστεία»·
βλ. και φρ. το λέω γι’ αστεία·
- με
τ’ αστεία, α. χωρίς σοβαρότητα, με τα ψέματα: «με τ’ αστεία δε
γίνονται δουλειές». β. λέγεται για επιτυχία που δεν την περίμενε κανείς,
γιατί δεν υπήρχε η επιδίωξη, τα φόντα ή οι προϋποθέσεις: «μπλέχτηκε με μια
δουλειά για να περνάει την ώρα του και με τ’ αστεία έκανε ολόκληρη περιουσία»·
- μεταξύ
σοβαρού και αστείου, λέγεται για κάτι που υποτίθεται πως το λέμε χωρίς να
σοβαρολογούμε, αλλά κατά κάποιον τρόπο το εννοούμε: «μόλις ήρθαν στο κέφι, του
ζήτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου να του επιστρέψει εκείνα τα λεφτά που του
είχε δανείσει πριν από καιρό»·
- μην
το πεις ούτε γι’ αστείο, έκφραση με την οποία απαγορεύουμε κατηγορηματικά
σε κάποιον να εκφραστεί για κάποιο θέμα αντίθετα από τη δική μας άποψη: «δηλαδή
δε θα τον βοηθήσουμε; -Μην το πεις ούτε γι’ αστείο», δηλ. αποκλείεται να τον
βοηθήσουμε·
- να
λείπουν τ’ αστεία, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε σοβαρότητα σε μια
συζήτηση ή μια διαδικασία: «από δω και πέρα να λείπουν τ’ αστεία, γιατί πρέπει
να συζητήσουμε σοβαρά»· βλ. και φρ. δε σηκώνω αστεία·
-
νόστιμο αστείο, που
είναι ευχάριστο και προκαλεί γέλιο: «μας είπε ένα νόστιμο αστείο και γελάσαμε»·
- ούτε
γι’ αστείο, έκφραση που δηλώνει την αμετάκλητη απόφαση που πήραμε για κάτι
και που συνήθως είναι αρνητική: «αν σου ζητήσει τη βοήθειά σου δε θα τον
βοηθήσεις; -Ούτε γι’ αστείο || αν σου στείλει πρόσκληση θα πας; -Ούτε γι’
αστείο», δηλ. δε θα τον βοηθήσω, δε θα πάω·
- όχι,
αστεία, έκφραση με την οποία δηλώνουμε τη σοβαρότητα κάποιας ενέργειας ή
υπόθεσης. Συνήθως δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που από άγνοια μας ρωτάει σοβαρά(;)·
- όχι
αστεία! έκφραση
για να δηλωθεί η ένταση μιας έκφρασης, μιας ενέργειας ή το μέγεθος, ο όγκος
ενός πράγματος: «αυτή είναι αγάπη, όχι αστεία! || αυτό ήταν μάλωμα, όχι αστεία!
|| αυτή είναι βίλα, όχι αστεία!»·
- παίρνω
γι’ αστεία ή παίρνω γι’ αστείο, θεωρώ ότι έγινε ή ειπώθηκε κάτι με
κύριο σκοπό την πρόκληση γέλιου: «έχε χάρη που πήρα γι’ αστείο αυτό που έκανες,
γιατί αλλιώς θα ’χες κακά ξεμπερδέματα»·
- παίρνω
στ’ αστεία ή παίρνω στ’ αστείο, δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή, την
απαιτούμενη σοβαρότητα: «μην παίρνεις στ’ αστεία την υπόθεση, γιατί μπορεί να
μπλέξουμε όλοι»·
- παράγινε
τ’ αστείο, λέγεται στην περίπτωση που κάποια συζήτηση ή κατάσταση έχει
υπερβεί το όριο της σοβαρότητας: «σοβαρευτείτε, επιτέλους, λιγάκι για να
κουβεντιάσουμε, γιατί παράγινε τ’ αστείο»·
- σαχλό
αστείο, που είναι ανόητο, χαμηλής ποιότητας, που δεν προκαλεί το γέλιο:
«μας είπε ένα σαχλό αστείο κι εμείς βάλαμε τις γαργαλιέρες μας για να
γελάσουμε»·
- στ’ αστεία, όχι σοβαρά,
στα ψέματα: «μην τα παίρνεις τοις μετρητοίς, γιατί, ό,τι είπα, το ’πα στ’
αστεία». (Λαϊκό τραγούδι: χορεύαμ’ ένα βαλς ίδιο μ’ εκείνα που κάποτε
μαγεύαν την Αθήνα και γίνηκε για χάρη μου ληστεία. Τι κρίμα που όλ’ αυτά ήταν
στ’ αστεία…)·
- τέλειωσαν
τ’ αστεία, βλ. φρ. τέρμα τ’ αστεία·
- τέρμα
τ’ αστεία, βλ. λ. τέρμα·
- το
αστείο είναι ότι…, το περίεργο είναι ότι…: «το αστείο είναι ότι, αντί να
μου επιστρέψει τα δανεικά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε κι άλλα!»·
- το
αστείο στην υπόθεση είναι ότι…, βλ. φρ. το αστείο του πράγματος είναι
ότι(…)·
- το
αστείο του πράγματος είναι ότι…, το περίεργο στην προκειμένη περίπτωση
είναι ότι…: «το ότι δε μου επέστρεψε τα δανεικά που μου χρωστάει, μπορώ να του
το συγχωρήσω αλλά το αστείο του πράγματος είναι ότι έρχεται συνεχώς και μου
ζητάει κι άλλα»·
- το
γυρίζω στ’ αστείο, βλ.
φρ. το ρίχνω στ αστείο·
- το
κάνω γι’ αστεία ή το κάνω γι’ αστείο ή το κάνω στ’ αστεία ή το
κάνω στ’ αστείο, η συμπεριφορά μου έχει ως κύριο σκοπό την πρόκληση του
γέλιου: «μην τον παρεξηγείς, γιατί, ό,τι κάνει, το κάνει γι’ αστεία»·
- το
λέω γι’ αστεία ή το λέω γι’ αστείο ή το λέω στ’ αστεία ή το
λέω στ’ αστείο, αστειεύομαι, δε σοβαρολογώ: «εγώ το ’πα γι’ αστεία κι αυτός
παρεξηγήθηκε»·
- το
ρίχνω στ’ αστείο, αρχίζω να κάνω ή να λέω αστεία, αστειεύομαι, διακωμωδώ
μια κατάσταση: «επειδή μια ζωή την έχουμε, κάθε φορά που μου ’ρχονται δύσκολα
τα πράγματα, το ρίχνω στ’ αστείο». (Τραγούδι: το χρήμα το περιφρονώ και κάθε
μεγαλείο κι αν τύχει κάπου και πονώ το ρίχνω στο αστείο)·
- φτηνό
αστείο, αστεϊσμός, αστείο που ενοχλεί, που είναι χαμηλής ή κακής ποιότητας,
που θίγει. (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλες κουβέντες, αστείο φτηνό, αφού σ’
αγαπάω, όπου κι αν πάω, για σένα ρωτώ)·
- χοντρό
αστείο, βλ. φρ. χοντροκομμένο αστείο·
- χοντροκομμένο αστείο, χυδαίος
αστεϊσμός, που γελοιοποιεί πρόσωπα ή καταστάσεις: «όταν υπάρχουν οι γυναίκες
μας στην παρέα, δε θέλω χοντροκομμένα αστεία από κανέναν»·
- χωρίς
αστεία, εντελώς σοβαρά: «μεταξύ μας και χωρίς αστεία, ο τάδε είναι μεγάλος
απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό ο Μάρκος, βρε παιδιά, και σεις χωρίς
αστεία, να τρέξετε στον υπουργό να πάρω αμνηστία).