τσουρέκι, το, ουσ. [<τουρκ. çörek], το τσουρέκι· κάθε πράγμα
νόστιμο, ευχάριστο, ιδίως κορίτσι όμορφο και αφράτο: «τα ’φτιαξα με μια
πιτσιρίκα σκέτο τσουρέκι». Από το ότι το τσουρέκι είναι ένα αρτοσκεύασμα που
γίνεται με αγνά υλικά και είναι πολύ αφράτο και εύγευστο. Υποκορ. τσουρεκάκι,
το·
-
μας τα ’κανες τσουρέκια ή μου τα ’κανες τσουρέκια (ενν. τα αρχίδια
μου), α. με εκνεύρισες πάρα πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις σου για
ασήμαντα ιδίως πράγματα ή με τις συνεχείς παρεμβάσεις σου πάνω στο θέμα στο
οποίο αναφέρομαι: «μην έρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και μου ζητάς αυτές τις
αηδίες, γιατί μας τα ’κανες τσουρέκια || σταμάτα, ρε παιδάκι μου, να με
διακόπτεις κάθε τόσο, γιατί μου τα ’κανες τσουρέκια». β. με εκνεύρισες
παρά πολύ, ιδίως με την επιμονή σου πάνω στο ίδιο θέμα, για το οποίο έχω
αντίθετη γνώμη, αντίθετη άποψη: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θα ’ρθω και πάψε
να επιμένεις άλλο, γιατί μου τα ’κανες τσουρέκια». Από την εικόνα του
τσουρεκιού που αποτελείται από δυο μέρη ζύμης περιπλεγμένα σε πλεξίδα και
υπονοεί πως κάπως έτσι έχουν μπλεχτεί και τα αρχίδια μας, πράγμα βέβαια πολύ
οδυνηρό. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.