τσουνί, το, ουσ. [<αλβαν. tşuni (= μικρό αγόρι)], ο μίσχος, το
κοτσάνι· ο πούτσος, το πέος, σε μικρό σχετικά μέγεθος: «έχει το κακό συνήθειο
να χαϊδεύει ασυναίσθητα μπροστά στον κόσμο το τσουνί του || τον χώρισε η
γυναίκα του, γιατί δεν καταλάβαινε τίποτα η καημένη με το τσουτσούνι που είχε».
Υποκορ. τσουνάκι, το·
- τι λέει το τσουνί σου! (τσουνάκι σου!), βλ. συνηθέστ. το λέει το μηλίγγι
σου λ. μηλίγγι.