αστειάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. αστείο], συνήθως στον πλ. και επαναλαμβανόμενο αστειάκια!
αστειάκια! ειρωνική ή επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που προσπαθεί με
διάφορα αστεία να υποβαθμίσει ή να διακωμωδήσει μια δύσκολη κατάσταση, για την
οποία είναι υπόλογος. Πολλές φορές, προτάσσεται το μπα. Συνών. χαρούλες!
χαρούλες(!)·
- κάνει
αστειάκια, βλ. φρ. λέει αστειάκια·
-
λέει αστειάκια, ηθελημένα
ή άθελα υποβαθμίζει μια σοβαρή κατάσταση ή με τα λεγόμενά του δείχνει πως δεν
έχει σχέση με τα πραγματικά προβλήματα που μας απασχολούν κάποια συγκεκριμένη
στιγμή: «εδώ χανόμαστε κι αυτός λέει αστειάκια για το πάρτι που θα κάνει την
Κυριακή».