τσουβαλάτος, -η, -ο, επίθ. [<τσουβάλι + κατάλ.
-άτος], που είναι ή που μεταφέρεται μέσα σε τσουβάλι: «δεν μπορούσε να το φέρει
στα χέρια, για να μην το σκορπίσει στο δρόμο, και το ’φερε τσουβαλάτο». Επίρρ. τσουβαλάτα,
με το τσουβάλι: «το μετέφερε τσουβαλάτα»·
-
έφυγε τσουβαλάτος, εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «ήθελε να με κάνει τον
έξυπνο αλλά ούτε που κατάλαβε για πότε έφυγε τσουβαλάτος»·
-
τα ’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, βλ. λ. χύμα·
-
τα λέω χύμα και τσουβαλάτα, βλ. λ. χύμα·
-
τον πήραν τσουβαλάτο, τον συνέλαβαν βίαια και τον οδήγησαν στο Τμήμα,
στη φυλακή: «πλάκωσαν τα μπασκίνια στο καφενείο και τον πήραν τσουβαλάτο».