αστακός,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀστακός], ο αστακός. Υποκορ. αστακουδάκι, το·
- αρματωμένος
σαν αστακός, βλ. φρ. οπλισμένος σαν αστακός·
- κόκκινος
σαν αστακός, κατακόκκινος, ιδίως από ντροπή, θυμό ή από τον ήλιο: «μόλις
τον κατσάδιασε ο διευθυντής του, έγινε κόκκινος σαν αστακός || μόλις έβρισε ο
άλλος την αδερφή του, έγινε κόκκινος σαν αστακός || κάθισε πολλές ώρες στον
ήλιο κι ήρθε κόκκινος σαν αστακός». Από το ότι ο αστακός γίνεται κατακόκκινος,
όταν βράσει·
-
οπλισμένος σαν αστακός, πάνοπλος:
«ήρθε οπλισμένος σαν αστακός και μας απειλούσε || οι εχθροί ήταν οπλισμένοι σαν
αστακοί»·
-
πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, δεν μπορεί κανείς να έχει κέρδος από ασήμαντες
επιχειρήσεις: «τι λεφτά μπορεί να βγάζει ο φουκαράς από ένα συνοικιακό
ψιλικατζίδικο! Πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του». Από το ότι ο αστακός
δεν έχει μαλλί· βλ. και φρ. πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το! λ. αβγό.