τσιτσίδι, επίρρ.
ουσ. [<τσιτσί + κατάλ. -ίδι], χωρίς να φοράει κανένα ρούχο, ολόγυμνος:
«μόλις αντιλήφθηκε πως γίνεται σεισμός, πετάχτηκε έξω τσιτσίδι, γιατί εκείνη
την ώρα ήταν μέσα στο μπάνιο»·
-
την πήρε τσιτσίδι, (για γυναίκες) την παντρεύτηκε πάμφτωχη, χωρίς να
πάρει διόλου προίκα: «την αγαπούσε τόσο πολύ, που την πήρε τσιτσίδι»·
-
τον άφησαν τσιτσίδι, του πήραν όλα τα χρήματα, ιδίως του κέρδισαν όλα τα
χρήματα στο χαρτοπαίγνιο: «πήγε να παίξει χαρτιά με τα τσακάλια της πιάτσας και
τον άφησαν τσιτσίδι».