τσίτα, επίρρ.
[<ίσως από το ρ. τσιτώνω], τεντωτά: «το σκοινί ήταν τσίτα»·
-
είμαι στην τσίτα, α. (στη νεοαργκό) βρίσκομαι σε εγρήγορση, σε
διαρκή ένταση, σε διαρκή ετοιμότητα προκειμένου να κάνω κάτι: «είπε πως θα
’ρθει σε λίγο να με πάρει κι είμαι στην τσίτα». β. βρίσκομαι σε νευρική
υπερένταση: «όταν είμαι στην τσίτα, δε σηκώνω κουβέντα από κανένα»·
-
μου ’γινε τσίτα (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), ήρθε σε κατάσταση υπερβολικής στύσης από έντονη ερωτική αναπόληση ή
στη θέα ερωτικών σκηνών: «την ώρα που ξάπλωσα να κοιμηθώ, θυμήθηκα πώς πέρασα
με την τάδε όλο το καλοκαίρι, και μου ’γινε τσίτα»·
-
τα φέρνω τσίτα τσίτα, βλ. συνηθέστ. τα φέρνω τσίμα τσίμα, λ.
τσίμα.
-
την έκανα τσίτα (ενν. την κοιλιά μου), έφαγα υπερβολικά, ντερλίκωσα:
«δεν μπορώ να φάω ούτε μπουκιά περισσότερο, γιατί την έκανα τσίτα»·
-
τον έχω στην τσίτα, (στη νεοαργκό) τον υποχρεώνω να βρίσκεται σε
εγρήγορση, σε διαρκή ένταση, σε διαρκή ετοιμότητα προκειμένου να κάνει κάτι:
«του υποσχέθηκα πως με την πρώτη ευκαιρία θα του δώσω μια δουλειά εργολαβία και
τον έχω στην τσίτα»·
-
τον (την, το) κάνω τσίτα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή,
το πέος, το καυλί), τον φέρνω σε κατάσταση υπερβολικής στύσης: «καθώς την
είδα να περνάει από μπροστά μου, μόλις τον χάιδεψα λίγο, τον έκανα τσίτα»·
-
τσίτα γκάζια ή τσίτα τα γκάζια, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) βλ. λ. γκάζι·
-τσίτα
κόρδα, βλ. λ.κόρδα·
-τσίτα
πίτα, βλ. λ. πίτα.