τσιρότο, το, ουσ. [<ιταλ. cerotto <ελλ. κηρωτόν], είδος
έμπλαστρου, ο λευκοπλάστης: «έβαλε πάνω στην πληγή του ένα τσιρότο για να μη
μολυνθεί»·
-
μου ’γινε τσιρότο, βλ. συνηθέστ. μου κόλλησε σαν τσιρότο·
-
μου κόλλησε σαν τσιρότο, προσκολλήθηκε φορτικά επάνω μου, για να αποκομίσει
διάφορα υλικά οφέλη ή για να κάνει την εμφάνισή του δίπλα μου και να προβληθεί
ή πιο απλά επειδή δεν έχει άλλη παρέα: «μόλις τα κονόμησα, μου κόλλησαν όλοι
σαν τσιρότο || επειδή είμαι γνωστός στα μπαράκια, μου κόλλησε σαν τσιρότο για
να κάνει τη λεζάντα του || απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου κόλλησε σαν τσιρότο,
γιατί δεν έχει άλλους φίλους». Από το ότι το έμπλαστρο αυτό, ξεκολλάει δύσκολα
από το δέρμα του ανθρώπου. Συνών. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα / μου κόλλησε
σαν βδέλλα / μου κόλλησε σαν βεντούζα / μου κόλλησε σαν κολλητσίδα / μου
κόλλησε σαν κρεατόμυγα / μου κόλλησε σαν στρείδι / μου κόλλησε σαν τσίκλα / μου
κόλλησε σαν τσιμπούρι / μου κόλλησε σαν τσίχλα.