τσιράκι, το, ουσ. [<τουρκ. çirak]. 1. μαθητευόμενος
τεχνίτης, βοηθός τεχνίτη, ο παραγιός: «θέλει να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων,
αλλά ακόμα είναι τσιράκι κοντά στον τάδε μάστορα». 2. (υποτιμητικά) ο
ακόλουθος, ο υποτακτικός ισχυρού προσώπου που του προσφέρει διάφορες υπηρεσίες
με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό του όφελος: «είναι πολύ πλούσιος και
περιτριγυρίζεται από ένα σωρό τσιράκια». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν κάνω για
ζευγάς, για σέμπρος, για τσιράκι,να με προστάζει ο κεχαγιάς απ’
τ’ αψηλό κονάκι).3. (υποτιμητικά) ο μπράβος: «ήρθε ο τάδε με
τα τσιράκια του κι έκανε μεγάλη φασαρία στο μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: σ’
έφαγαν, ρε Νικολάκια, Μήτσος, Κώτσος, τα τσιράκια)·
-
είναι τσιράκι του πατέρα του, έχει την ίδια νοοτροπία, ιδίως τα ίδια
ελαττώματα με τον πατέρα του: «απ’ τη στιγμή που ο τάδε είναι τσιράκι του
πατέρα του, περίμενες να μη γίνει χαρτοπαίχτης;».