τσίπα, η, ουσ.
[<μσν. τσίπα <σλαβ. tsipa]. 1. πέπλο, τσεμπέρι: «ο
άντρας της της έφερε δώρο μια τσίπα για το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: αρχινάει
στα Τρίκαλα Λιάκο μ’ το παζάρι, πάμε να πουλήσουνε κάνα δυο σκουτιά, να με
πάρεις τραχηλιά, γόβες και ζουνάρι και μια τσίπα κόκκινη με χρυσά
φλουριά). 2. λεπτή κρούστα που σχηματίζεται πάνω από το βρασμένο
γάλα ή πάνω από το γιαούρτι: «είναι πολλοί που σιχαίνονται να φάνε την τσίπα
του γιαουρτιού». 3. η ντροπή, η συστολή σε σχέση με τη σεξουαλική ηθική:
«άφησε την τάδε που ήταν μια χαρά γυναίκα και τα ’φτιαξε με μια χωρίς τσίπα». (Λαϊκό
τραγούδι: φτιασιδωμένη, μεθυσμένη, δίχως τσίπα έπινε κι έβριζε βραχνά
σ’ ένα σοκάκι, σ’ ένα δρόμο, σε μια τρύπα, απ’ όπου μόν’ ο διάβολος περνά).
4. το φιλότιμο: «απ’ την τσίπα του φαίνεται κανείς τι άνθρωπος
είναι». 5. ο αφαλός: «μόλις η μαμή έβγαλε το μωρό, έδεσε την τσίπα του»·
-
δεν έχει τσίπα ή δεν έχει τσίπα απάνω της ή δεν έχει απάνω της
τσίπα, (ιδίως για γυναίκα) δεν έχει ντροπή, συστολή, ιδίως σε θέματα
σεξουαλικής ηθικής, είναι ξετσίπωτη: «είναι μέσ’ στη στενοχώρια του, γιατί ο
γιος του θέλει να παντρευτεί μια που δεν έχει τσίπα απάνω της». Από την εικόνα
της νύφης που, παλιότερα, έφτανε στην εκκλησία χωρίς να έχει πέπλο ριγμένο στο
κεφάλι της, πράγμα που ήταν ανεπίτρεπτο για την εποχή της και κατ’ άλλους, από
την εικόνα της μουσουλμάνας που κυκλοφορεί χωρίς πέπλο για να κρύβει το πρόσωπό
της·
-
δεν έχει τσίπα ή δεν έχει τσίπα απάνω του ή δεν έχει απάνω του
τσίπα, είναι αδιάντροπος, ασυνείδητος, δεν έχει φιλότιμο, είναι αφιλότιμος:
«απ’ αυτόν τον άνθρωπο να τα περιμένεις όλα, γιατί δεν έχει τσίπα απάνω του ||
αρκετοί νέοι σήμερα δεν έχουν απάνω τους τσίπα»· βλ. και λ. ξετσίπωτος·
- και λίγη τσίπα! επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν επιδεικνύει
σωστή συμπεριφορά σε θέματα σεξουαλικής ηθικής: «κάθεστε και φιλιέστε στη μέση
του δρόμου σαν ξελιγωμένοι! Και λίγη τσίπα!». Πολλές φορές, ακούγεται μόνο η
έκφραση, χωρίς άλλη επεξήγηση, ακολουθούμενη από έναν επιτιμητικό μορφασμό·
- χάθηκε η τσίπα απ’ το πρόσωπό του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει τσίπα.