τσίου, άκλ.
[ηχομιμητική λ.], συνήθως επαναλαμβανόμενο αποδίδει το κελάηδημα μικρού
πουλιού. (Τραγούδι: τσίου τσίου τσίου, τσίου τσίου τσίου
τρέμει και τινάζει τα φτερά, κάτω απ’ το παράθυρό μου βλέπω το φτωχό μου το
σπουργίτη το φουκαρά)·
- είναι τσίου, (στη νεοαργκό) είναι αφηρημένος, ονειροπαρμένος σε
τέτοιο βαθμό, που κινδυνεύει κανείς να τον θεωρήσει τρελό: «δεν καταλαβαίνει τι
συμβαίνει γύρω του, γιατί είναι τσίου ο τύπος»·
- την κάνω τσίου, (στη νεοαργκό) αποφεύγω κάποιον ή κάτι: «μόλις είδα
τον τάδε να πλησιάζει στην παρέα μας, την έκανα τσίου, γιατί του χρωστάω κάτι
λεφτά || κάθε φορά που μυρίζομαι πως πρόκειται να γίνει φασαρία, την κάνω τσίου
κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο».