τσιμπούρι κ.
τσιμούρι, το, ουσ. [<μτγν. τσιμούριον, με παρετυμολ. επίδραση του
τσιμπώ], το τσιμπούρι· άνθρωπος υπερβολικά ενοχλητικός, υπερβολικά φορτικός:
«αν έρθει στην παρέα μας αυτό το τσιμπούρι, δε θα ξεκολλάει από κοντά μας»·
-
μου ’γινε τσιμπούρι, βλ. φρ. μου κόλλησε σαν τσιμπούρι. (Εβραίικο
τραγούδι: τέσσερις γλώσσες μιλώ, τους πουλάω παραμύθια χίλια δυο και τους
γίνομαι τσιμπούρι να τους πάρω το μασούρι)·
-
μου κόλλησε σαν τσιμπούρι, προσκολλήθηκε φορτικά επάνω μου για να
αποκομίσει διάφορα υλικά οφέλη ή για να κάνει την εμφάνισή του δίπλα μου και να
προβληθεί ή επειδή δεν έχει άλλη παρέα: «μου κόλλησε σαν τσιμπούρι, μέχρι να
του δώσω τα λεφτά που του χρειαζόταν || επειδή είμαι γνωστός στη νύχτα, μου
κόλλησε σαν τσιμπούρι, για να φαίνεται κι αυτός λιγάκι || μου κόλλησε σαν
τσιμπούρι, γιατί δεν έχει φίλους». (Εβραίικο τραγούδι: στης ταβέρνας τον
πελάτη που ’ναι σικ και με γυαλιά, του κολλάω σαν τσιμπούρι να του φάω
το μασούρι).Συνών. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα / μου κόλλησε σαν
βδέλλα / μου κόλλησε σαν βεντούζα / μου κόλλησε σαν κολλητσίδα / μου κόλλησε
σαν κρεατόμυγα / μου κόλλησε σαν στρείδι / μου κόλλησε σαν τσίκλα / μου κόλλησε
σαν τσιρότο / μου κόλλησε σαν τσίχλα.