τσιμπίδα, η, ουσ. [<ἐμπίδα, αιτιατ του αρχ. ουσ. ἐμπίς, με
επίδραση του τσιμπῶ], η τσιμπίδα·
-
είναι (για) να τον πιάνεις με την τσιμπίδα! ή είναι (για) να τον
πιάνει κανείς με την τσιμπίδα! είναι τόσο βρόμικος, μας προξενεί τέτοια
αηδία από τη βρομιά του, που δε θέλουμε καν να το ακουμπήσουμε: «περνάει και βρομοκοπάει
όλος ο τόπος κι όταν πρόκειται να κάνεις χειραψία μαζί του, είναι για να τον
πιάνεις με την τσιμπίδα! || είναι τόσο βρόμικος άνθρωπος, που είναι να τον
πιάνει κανείς με την τσιμπίδα!»·
-
έπεσε στην τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), συνελήφθη, πιάστηκε από την
αστυνομία, τσακώθηκε από την εφορία: «τον τελευταίο καιρό είχε χτυπήσει ένα
σωρό μαγαζιά, ώσπου έπεσε στην τσιμπίδα του νόμου || πουλούσε χωρίς αποδείξεις,
ώσπου μια μέρα έπεσε στην τσιμπίδα της εφορίας»·
-
τον έπιασε η τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), τον συνέλαβε η αστυνομία,
τον τσάκωσε η εφορία: «είχε την εντύπωση πως μια ζωή θα μπορούσε να κλέβει
ανενόχλητος, ώσπου τον έπιασε η τσιμπίδα του νόμου || τον έπιασε η τσιμπίδα της
εφορίας, γιατί πουλούσε χωρίς αποδείξεις»·
-
του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα ή του παίρνεις τα λόγια με την
τσιμπίδα, βλ. λ. λόγος·
-
του τα βγάζεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα βγάζεις με την
τσιμπίδα ή του τα παίρνεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα
παίρνεις με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα
λόγια με την τσιμπίδα.