τσιμπητός, -ή, -ό, επίθ. [<τσιμπώ + κατάλ.
-ητός], τσιμπητός·
-
έγινε τσιμπητός, συνελήφθη: «θα κάνει καιρό να ’ρθει στο στέκι μας,
γιατί έγινε τσιμπητός απ’ την Ασφάλεια»·
-
το ’κανα τσιμπητό, το έκλεψα: «αυτό το πράγμα που βλέπεις, το ’κανα
τσιμπητό μέσ’ στο συνωστισμό»·
-
τον έκαναν τσιμπητό, τον συνέλαβαν: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον
έκαναν τσιμπητό οι μπάτσοι». (Λαϊκό τραγούδι: θε να σας κάνω τσιμπητούς και
θα σας πάνε σηκωτούς). Πολλές φορές, και οι τρεις φρ. συνοδεύονται από
χειρονομία με τους αντίχειρα και δείκτη, ενωμένους ελαφρά στις άκρες τους, να μιμούνται
την ενέργεια του τσιμπώ και να σηκώνονται ελαφρά προς τα επάνω σαν να σηκώνουν
κάτι.