τσιμέντο, το, ουσ. [<ιταλ. cemento], δάπεδο επιστρωμένο με
τσιμένο. (Λαϊκό τραγούδι: παλαμάκια παλαμάκια, να χτυπούν τα τακουνάκια, να
χτυπούν τα τακουνάκια στο τσιμέντο στα πλακάκια)·
-
βρίσκομαι στα τσιμέντα, βλ. συνηθέστ. είμαι στα τσιμέντα, λ.
μπετόν·
-
είμαι στα τσιμέντα, βλ. συνηθέστ. είμαι στα μπετά, λ. μπετόν·
-
μας έπνιξε το τσιμέντο, (για κατοίκους μεγαλουπόλεων) μας περικύκλωσαν
οι πολυκατοικίες, που είναι χτισμένες από μπετόν: «είναι ανυπόφορη η ζωή στην
Αθήνα, γιατί μας έπνιξε το τσιμέντο»·
-
πνιγόμαστε στο τσιμέντο, (για κατοίκους μεγαλουπόλεων), βλ. φρ. μας
έπνιξε το τσιμέντο·
-
ρίχνω τα τσιμέντα, βλ. συνηθέστ. ρίχνω τα μπετά, λ. μπετόν·
-
τσιμέντο να γίνει! α. έκφραση απόλυτης αδιαφορίας: «αφού χάθηκε,
τσιμέντο να γίνει!». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα φωτιά ν’ ανάψει και να μη σβήνει,
όλος ο κόσμος τσιμέντο να γίνει).β. έκφραση αποδοχής:
«αφού θέλεις τόσο πολύ αυτόν τον πίνακα, τσιμέντο να γίνει, πάρ’ τον!». γ.
(ως κατάρα) να μην προλάβει να χαρεί αυτό που απόκτησε, να καταστραφεί, να το
χάσει: «αφού το απόκτησε με απατεωνιά, τσιμέντο να γίνει!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν
ξαναπέφτω στην αγκαλιά σου, για πάντα φεύγω απ’ την καρδιά σου! Τσιμέντο να
γίνουν όλα και στάχτη! Μαζί σου κάηκα, γυναίκα σκάρτη!).