τσίμα, επίρρ.
[<ιταλ. cima (= κορυφή) <ελλ. κύμα], συνήθως επαναλαμβανόμενο τσίμα
τσίμα, που φτάνει μόλις και μετά βίας, με πολύ δυσκολία: «αγόρασε ένα
πουκάμισο που τον χωρούσε τσίμα τσίμα || τα λεφτά ήρθαν τσίμα τσίμα»·
-
τα φέρνω τσίμα ή τα φέρνω τσίμα τσίμα, αντιμετωπίζω μετά βίας τις
απαιτήσεις της ζωής, ζω στενόχωρα, δύσκολα, χωρίς οικονομικά περιθώρια: «για
σένα που έχεις λεφτά, είναι όμορφη η ζωή, ρώτα όμως και μένα που τα φέρνω τσίμα
τσίμα!»· βλ. και φρ. τα φέρνω ίσα ίσα, λ. ίσος·
- φτάνω στο τσίμα τσίμα, δεν έχω άλλα οικονομικά
περιθώρια, αντιμετωπίζω ανυπέρβλητες οικονομικές δυσκολίες: «δεν αντέχω άλλο,
γιατί έφτασα στο τσίμα τσίμα». (Λαϊκό τραγούδι: έφτασα στο τσίμα τσίμα
και στο απροχώρητο, πρέπει να βρεθεί ένα θύμα και να μείνει απόρρητο).