άσπρα,
τα, ουσ.
[<μσν. ἄσπρον <λατιν. asprum], (παλιότερα) τα χρήματα, η χρηματική
περιουσία, τα μετρητά: «πήρε και καλό κορίτσι και που έχει και πολλά άσπρα». (Λαϊκό
τραγούδι: της ζωής μου νταγιάντα ντόμινα, ντόμινα ντόνα βάζω άσπρα στην
μπάντα ουρανό να σε ντύσω σαν θα ’ρθεις πάλι πίσω)· βλ. και λ. άσπρο·
- τ’
άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα και γκρεμίζουν κάστρα, έκφραση που δηλώνει τη δύναμη των
χρημάτων.