ασπασμός,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀσπασμός], το φιλί, το φίλημα: «μόλις συναντήθηκαν, αντάλλαξαν
φιλικούς ασπασμούς»·
- δεύτε
τελευταίον ασπασμόν, α. λέγεται στις περιπτώσεις που πλησιάζει η ώρα
να υποστούμε κάποια σκληρή τιμωρία, κάποια συμφορά: «μόλις μάθει ο πατέρας μου
πως έβαλα χέρι στο ταμείο, δεύτε τελευταίον ασπασμόν». β. (ειρωνικά)
λέγεται στις περιπτώσεις πως μας γίνεται πια ολοφάνερο πως κάποια δουλειά ή
υπόθεση θα έχει αρνητική εξέλιξη για μας: «όσο για το εμπόριο, μ’ όλες αυτές
τις καταλήψεις των δρόμων και τις απανωτές απεργίες των εργαζομένων, δεύτε
τελευταίον ασπασμόν». Από τη νεκρώσιμη ακολουθία·
- τελευταίος
ασπασμός, το τελευταίο αποχαιρετιστήριο φιλί που δίνεται στο νεκρό μετά το
πέρας της νεκρώσιμης ακολουθίας: «όλος ο κόσμος περίμενε υπομονετικά στη σειρά
για να δώσει στον αγαπημένο νεκρό τον τελευταίο ασπασμό».