τσιγάρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. τσιγαρίζω + κατάλ.
-μα], το τσιγάρισμα. 1. ο βασανισμός, η ταλαιπωρία: «επιτέλους, πρέπει
να σταματήσει αυτό το τσιγάρισμα στη ζωή μου, γιατί δεν αντέχω άλλο». 2.
η κακή οικονομική κατάσταση: «αν συνεχιστεί αυτό το τσιγάρισμα απ’ την
αναδουλειά που υπάρχει, πολλά μαγαζιά θα βαρέσουν κανόνι». 3. η
βασανιστική ερωτική επιθυμία: «πες μου επιτέλους το ναι, γιατί δεν αντέχω άλλο
τσιγάρισμα». 4. βασανιστική κατάσταση από αφόρητη ζέστη: «αν δεν αγόραζα
κλιματιστικό, δε θ’ άντεχα το φετινό τσιγάρισμα του καλοκαιριού».
-
τον έχω στο τσιγάρισμα, α. τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον κάνω
να υποφέρει, τον έχω σε βασανιστική αναμονή: «μου ζήτησε δανεικά, αλλά τον έχω
στο τσιγάρισμα, για να καταλάβει ποια είναι η αξία μου». β. τον κάνω να
νιώθει βασανιστική ερωτική επιθυμία μην ενδίδοντας στις ερωτικές του προτάσεις:
«μήνες τώρα την παρακαλάει να τα φτιάξουν, αλλά τον έχει ακόμη στο τσιγάρισμα».