τσε τσε, άκλ.
[<διεθν. tse tse], μύγα των τροπικών χωρών·
-
μου ’γινε μύγα τσε τσε, μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός, δε
λέει να ξεκολλήσει από κοντά μου, από επάνω μου: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα,
μου ’γινε μύγα τσε τσε και δε μ’ αφήνει να κάνω βήμα μονάχος μου»·
- μου ’γινε τσε τσε, βλ. φρ. μου ’γινε μύγα τσε τσε·
-
τον τσίμπησε μύγα τσε τσε, ενώ η μύγα τσε τσε είναι φορέας της ασθένειας
του ύπνου, εντούτοις η ερμηνεία που δίνεται σε αυτή τη φρ. είναι πως το άτομο
για το οποίο γίνεται λόγος φέρεται νευρικά, παράξενα, παράλογα: «κι ενώ καθόταν
ήσυχος και μας άκουγε μια χαρά, ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να φωνάζει,
λες και τον τσίμπησε μύγα τσε τσε»·
- τον τσίμπησε τσε τσε, βλ. φρ. τον τσίμπησε μύγα τσε
τσε.