τσεπάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. τσέπη], μικρή κρυφή τσέπη του
παντελονιού που βρίσκεται λίγο δίπλα από το σημείο στο οποίο κουμπώνει στη μέση
ή μικρή τσέπη του πουκαμίσου ή του σακακιού στο ύψος του στήθους: «έβαλε στο
τσεπάκι του παντελονιού ένα πενηντόευρω για ώρα ανάγκης || στο τσεπάκι του
πουκαμίσου του έχει πάντα την ταυτότητά του || έβαλε στο τσεπάκι του σακακιού
του ένα άσπρο μαντίλι και το τράβηξε λίγο προς τα έξω για να φαίνεται»·
-
βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. συνηθέστ. βάζω στην τσέπη μου, λ. τσέπη·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, έκφραση με την οποία δηλώνουμε με
σιγουριά σε κάποιον πως η απόκτηση του πράγματος για το οποίο γίνεται λόγος,
πρέπει να θεωρείται εντελώς βέβαιη. Συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να
χτυπάει αρκετές φορές ελαφρά στο σημείο εκείνο που βρίσκεται το τσεπάκι του
παντελονιού μας·
-
τα βγάζει απ’ το τσεπάκι του, είναι πολύ ετοιμόλογος: «απορώ μ’ αυτόν
τον άνθρωπο, γιατί σε όλα έχει μια γρήγορη απάντηση, λες και τα βγάζει απ’ το
τσεπάκι του»·
-
τον βάζω στο τσεπάκι μου, α. τον εξαπατώ, τον ξεγελώ με μεγάλη
ευκολία: «σε μένα δεν κάνει τον έξυπνο, γιατί ξέρει πως τον βάζω στο τσεπάκι
μου οποιαδήποτε ώρα θέλω». β. είμαι κατά πολύ πιο δυνατός από αυτόν, τον
κατανικώ: «είναι ντροπή μου να μαλώσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον βάζω στο
τσεπάκι μου». Συνοδεύεται από χειρονομία με τους αντίχειρα και το δείκτη
ενωμένους στην άκρη τους, σαν να πιάνουν κάτι ελαφρά να κινούνται προς το μέρος
εκείνο του παντελονιού, όπου υπάρχει το τσεπάκι, και, υποτίθεται βάζουν κάτι
μέσα. Άλλες φορές, η χειρονομία με τον ίδιο τρόπο κατευθύνεται στο τσεπάκι του
σακακιού ή του πουκαμίσου που υπάρχει στο ύψος του στήθους·
-
τον έχω στο τσεπάκι μου, τον έχω στη διάθεσή μου ανά πάσα στιγμή και
ώρα, τον κάνω ό,τι θέλω, τον εξουσιάζω απόλυτα: «αν του ζητήσω να μας βοηθήσει,
δε θα το αρνηθεί, γιατί τον έχω στο τσεπάκι μου». Συνοδεύεται από την παραπάνω
χειρονομία· βλ. και φρ. τον βάζω στο τσεπάκι μου.