άσος,
ο, ουσ.
[<βενετ. asso <λατιν. as], ο άσος. 1. ο αριθμός 1, ιδίως στα
τραπουλόχαρτα και στα ζάρια: «το τελευταίο φύλλο που τράβηξα ήταν άσος». 2.
ο πρώτος σε κάποιο παιχνίδι, αγώνισμα, τέχνη, επάγγελμα και γενικά ο πρώτος σε
κάποια επίδοση ή ιδιότητα: «ο Κούδας, υπήρξε ο μεγάλος άσος του ΠΑΟΚ || είναι
άσος στη δουλειά του || είναι άσος στην ψευτιά || είναι άσος στην κλεψιά».
(Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα ρίχνουμε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα
και έρως και βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). 3. (για
βόλεϊ και για μπιτς βόλεϊ) ο πόντος που κερδίζεται με την πρώτη βολή προς το
αντίπαλο καρέ, χωρίς να μπορέσει να την ακουμπήσει κανένας από τους αντίπαλους
παίχτες: «στο δεύτερο σετ η ομάδα μας είχε τρεις άσους». 4. στον πλ. οι
άσοι, η περίπτωση που, μετά το ρίξιμο των ζαριών από τον παίχτη, η ορατή επιφάνειά
τους δείχνει ένα στίγμα, το 1, που θεωρείται κακή ζαριά. (Λαϊκό τραγούδι: ρίχνω
ζάρια φέρνω άσοι, μας μπουκάρανε οι μπάτσοι). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άσος
του βολάν, πολύ ικανός οδηγός αυτοκινήτου, ιδίως των αγωνιστικών: «ο τάδε
είναι άσος του βολάν και τρέχει για λογαριασμό της Ρενώ»·
- είμαι
άσος, είμαι πρώτος σε κάποια επίδοση ή ιδιότητα: «είμαι άσος στο τρέξιμο ||
είμαι άσος στο κολύμπι || είμαι άσος στο μάθημα της έκθεσης || είμαι άσος στην
κλεψιά»·
- είμαι
στον άσο, βλ. φρ. μένω στον άσο·
- είναι
άσος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- έχω
(έναν, κάποιο) άσο στο μανίκι (μου), βλ. φρ. κρύβω (έναν, κάποιο) άσο
στο μανίκι (μου)·
- έχω
κρυφό άσο, βλ. φρ. κρύβω (έναν, κάποιο) άσο στο μανίκι (μου)·
- κρύβω (έναν, κάποιο) άσο στο
μανίκι (μου), έχω ένα κρυφό, ένα εφεδρικό ισχυρό επιχείρημα, πλεονέκτημα,
που το υπολογίζω πάρα πολύ για την επίτευξη του σκοπού μου: «αυτός για να
ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο, σίγουρα κρύβει κάποιον άσο στο μανίκι του». Από την
εικόνα του χαρτοκλέφτη, που κρύβει στο μανίκι του έναν άσο, που είναι ισχυρό
φύλλο, για να τον χρησιμοποιήσει, όταν αυτός το κρίνει σκόπιμο·
- μ’
αφήνουν στον άσο, α. με αφήνουν μόνο, με αφήνουν χωρίς συντροφιά,
ιδίως χωρίς ερωτικό ταίρι. (Λαϊκό τραγούδι: έριξα λάσο για να τον πιάσω και
αν μ’ αφήσει ποτέ στον άσο, θα γίνει νέα μονομαχία μέσ’ στο Ελ Πάσο).
β. με αφήνουν χωρίς χρήματα, ιδίως μου τα κερδίζουν όλα σε χαρτοπαίγνιο:
«παίζαμε απ’ τα μεσάνυχτα και μέχρι το πρωί μ’ είχαν αφήσει στον άσο»·
- μένω
στον άσο, α. μένω μόνος, μένω χωρίς συντροφιά, ιδίως ερωτική: «όλοι
βρήκαν μια γυναίκα και βολεύονται και μόνο εγώ έμεινα στον άσο». β. μένω
χωρίς χρήματα, ιδίως χάνω όλα μου τα χρήματα σε χαρτοπαίγνιο: «παιδιά, εγώ
σταματώ να παίζω άλλο, γιατί έμεινα στον άσο». γ. (γενικά) μένω χωρίς
χρήματα: «έχασε όλα του τα λεφτά στις επιχειρήσεις κι έμεινε στον άσο»·
- τα
βάζω όλα στον άσο, βλ. φρ. τα παίζω όλα στον άσο·
- τα παίζω όλα στον άσο, ποντάρω
τα πάντα, διακινδυνεύω τα πάντα σε μια μου κίνηση, σε μια επιλογή μου: «θα πάω
ή του ύψους ή του βάθους, γιατί τα παίζω όλα στον άσο με αυτή τη δουλειά». Από
το ότι ο άσος στο χαρτοπαίγνιο είναι ισχυρό φύλλο·
- τα
πάω όλα στον άσο, βλ. φρ. τα παίζω όλα στον άσο.