τσαχπινιά κ.
τσακπινιά, η, ουσ. [<τσαχπίνης + κατάλ. -ιά]. 1. η ιδιότητα
του τσαχπίνη, το νάζι, η τάση για ερωτοτροπία. (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα τα
νιάτα, την τσαχπινιά, κρίμα το μπόι σου, καλέ, άντρας δυο μέτρα σαν το
κουκλί να ζητιανεύει το φιλί). 2. η πονηριά, η κατεργαριά: «άσε τις
τσαχπινιές, γιατί κάτι τέτοια σε μένα δεν περνάνε»·
-
κάνω τσαχπινιές, α. κάνω κόλπα, νάζια, ερωτοτροπώ: «μόλις αρχίζει
και μου κάνει τσαχπινιές, δεν μπορώ να της αρνηθώ τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: τα
νάζια, τα καμώματα κι οι τσαχπινιές που κάνεις και με αυτές τις μαργιολές
στον Άδη θα με βάνεις).β. κάνω πονηριές, κατεργαριές: «δε
θέλω να κάνεις τσαχπινιές, όταν μιλάμε σοβαρά».