τσάρτερ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. charter (= ναυλωμένο αεροπλάνο
για μαζική μεταφορά)], το τσάρτερ· ομαδικό όργιο: «στα νιάτα της ήταν πρώτη στα
τσάρτερ»·
-
έγινε τσάρτερ, έφυγε γρήγορα από κάπου, την κοπάνησε, ιδίως για να
γλιτώσει από κάποια δύσκολη κατάσταση: «μόλις αντιλήφθηκε πως θα γινόταν
καβγάς, έγινε τσάρτερ για να μην μπλέξει»·
-
παίρνω το τσάρτερ, α. τρελαίνομαι: «με τις δυσκολίες που έχει
σήμερα η ζωή μας, όλοι είμαστε έτοιμοι να πάρουμε το τσάρτερ». β.
πεθαίνω: «έγινε εκατό χρονών κι ακόμα δε λέει να πάρει το τσάρτερ».