τσάρλεστον, το, άκλ. ουσ. [όνομα της πόλης Charleston της Β.
Αμερικής], είδος χορού: «το τσάρλεστον κυριάρχησε κατά τη διάρκεια του
μεσοπολέμου». Από το όνομα της πόλης όπου χορεύτηκε για πρώτη φορά·
-
θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, θα
τον βασανίσω, θα τον ταλαιπωρήσω, θα τον δείρω άγρια: «να του πεις πως, αν
ξαναπιάσει τ’ όνομά μου στο στόμα του, θα τον χορέψω τσάρλεστον». Από το ότι ο
χορός αυτός ήταν πολύ γρήγορος και ως εκ τούτου κουραστικός. Συνών. θα τον
χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό / θα τον χορέψω
καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά / θα τον χορέψω σάμπα ή
θα τον κάνω να χορέψει σάμπα / θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να
χορέψει τσάμικο·
-
τον χόρεψε τσάρλεστον, α. του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον
ταλαιπώρησε έντονα: «μέχρι να του επιστρέψει τα χρήματα που του χρωστούσε, τον
χόρεψε τσάρλεστον». β. τον ξυλοκόπησε άγρια: «όταν τον άκουσε να του
βρίζει τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε τσάρλεστον». Συνών. τον
χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε καρσιλαμά / τον χόρεψε σάμπα / τον χόρεψε
τσάμικο.